Αναζήτηση
ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ...
+4
JeLa
SpIrToKoYto
Rena
nostos
8 απαντήσεις
Σελίδα 1 από 2
Σελίδα 1 από 2 • 1, 2
ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ...
ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
________________
"Τα ρεμπέτικα τραγούδια είναι μικρά απλά τραγούδια που τραγουδούν απλοί άνθρωποι. ...είναι στο βάθος μάλλον κοινωνικού περιεχομένου τραγούδια." γράφει ο Ηλίας Πετρόπουλος στο βιβλίο του "Ρεμπέτικα τραγούδια".
Η ιστορία του ρεμπέτικου τραγουδιού είναι αξιοπρόσεχτη από το γεγονός και μόνο ότι διαδραματίζεται σε τόσο στενό χρονικό διάστημα (περίπου 30-40 χρόνια) και ταυτόχρονα όμως έχει τόση μεγάλη επίδραση στην εξέλιξη του Ελληνικού τραγουδιού. Ίσως τελικά να αποτελεί τον "συνδετικό κρίκο" της μουσικής του 19ου και 20ου αιώνα στην Ελλάδα.
Πολλοί και διάφοροι παράγοντες συνέβαλλαν στην δημιουργία του ρεμπέτικου αλλά και στην διαμόρφωση του κατά την διάρκεια της μικρής "ζωής" του. Τα δημοτικά τραγούδια , η Βυζαντινή και Βαλκανική μουσική , η Τούρκικη και ανατολίτικη μουσική αλλά και άλλοι, κοινωνικού περιεχομένου παράγοντες, όπως ο τρόπος ζωής (τεκέδες, φυλακές , παρανομία) και μεγάλα ιστορικά γεγονότα (καταστροφή της Σμύρνης το 22 και το κύμα της προσφυγιάς, η βιομηχανική επανάσταση και η άνοδος -και αργότερα κάθοδος- της αστικής τάξης, οι διάφοροι πόλεμοι -1897, Β' παγκόσμιος, εμφύλιος-) διαμόρφωσαν εκτός των άλλων και την ρεμπέτικη μου
Οι τρεις περίοδοι του ρεμπέτικου...
________________________________________
Πολλοί μελετητές και ιστορικοί χωρίζουν το ρεμπέτικο τραγούδι σε 3 περιόδους. Ο διαχωρισμός αυτός έχει μεγάλη σημασία για την κατανόηση του ρεμπέτικου γιατί κατά κάποιο τρόπο ακολουθεί την ιστορία της Ελλάδας και τα γεγονότα που συνέβησαν τότε. Έτσι χονδρικά το ρεμπέτικο τραγούδι χωρίζεται σε τρεις δεκαετίες (1922-1932, 1932-1942 και 1942-1952).
-Στην πρώτη δεκαετία κυριαρχεί το Σμυρναίικο και ανατολίτικο στυλ στο ρεμπέτικο τραγούδι. Η καταστροφή της Σμύρνης και η προσφυγιά από την Μικρά Ασία εμπλουτίζουν το Ελληνικό τραγούδι με αμανέδες, ταξίμια, Σμυρνιές τραγουδίστριες και ανατολίτικα όργανα ( σάζι, σαντούρι, ούτι, κανονάκι). Τα καφέ-αμάν γίνονται κύριος φορέας αυτής της μουσικής και αρχίζουν οι πρώτες γραμμοφωνήσεις τραγουδιών (στην Αμερική ήδη από το 1910).
-Στην δεύτερη δεκαετία έχουμε την αυθεντικότερη έκφραση του ρεμπέτικου τραγουδιού από τους μάγκες των μεγάλων αστικών κέντρων και την αντικατάσταση των ανατολίτικων οργάνων με μπουζούκι, μπαγλαμά και κιθάρα. Την εποχή αυτή (30-40) η ρεμπέτικη μουσική αποτελεί τρόπο ζωής για τους ανθρώπους του περιθωρίου, της φτώχιας , τους αδικημένους από την κοινωνία, τους ναρκομανείς, τους φυλακισμένους.
-Στην τρίτη δεκαετία αλλάζει το στυλ των τραγουδιών και κάνουν την εμφάνισή τους οι μουσικές ιδιοφυίες της εποχής (Τσιτσάνης, Χιώτης, Μητσάκης και άλλοι). Η μουσική γίνεται περισσότερο πολύπλοκη και δυσκολόπαιχτη. Είναι μια δύσκολη εποχή για τον Ελληνικό λαό.
Πριν το Ρεμπέτικο ...η αρχή
______________________________________
Είναι φανερό ότι το ρεμπέτικο τραγούδι δεν εμφανίστηκε από την μια στιγμή στην άλλη, αλλά μια σειρά παραγόντων, οι οποίοι έχουν πολύ παλαιότερες ρίζες, βοήθησαν στη δημιουργία του. Τι συνέβαινε στην Ελλάδα πριν την "εμφάνιση" του ρεμπέτικου;
Μετά την επανάσταση του 1821 δημιουργείται το 1829 το πρώτο ανεξάρτητο Ελληνικό κράτος που περιλαμβάνει μόνο την στερεά Ελλάδα, την Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες. Ωστόσο, οι Έλληνες κατοικούν και σε άλλες περιοχές όπως Μακεδονία, Δωδεκάνησα, Μικρά Ασία. Το 1833-1863 κατά την περίοδο της Βασιλείας του Όθωνα αναπτύσσεται η Σύρος και γίνεται κέντρο εμπορικών ανταλλαγών. Αργότερα την δεκαετία του 1870-1880 αναπτύσσεται ο Πειραιάς. Η ανάπτυξη του λιμανιού του Πειραιά συμπίπτει με την βιομηχανική επανάσταση στην Ελλάδα, η οποία, βέβαια, ποτέ δεν έφτασε τα επίπεδα της Ευρώπης. Έτσι αρχίζει μια εποχή εμπορίου και αστικοποίησης. Από το 1890 έως τις αρχές του 20ου αιώνα πραγματοποιείται ένα κύμα μετανάστευσης προς την Αμερική. Οι Έλληνες της Αμερικής θα είναι αυτοί που θα ηχογραφήσουν για πρώτη φορά Ελληνικά τραγούδια (1910-1934) και μάλιστα ,όπως υποστηρίζουν πολλοί, τα τραγούδια αυτά ήταν πολύ παλαιότερα. Ηχογραφούν Σμυρναίικα , δημοτικά και ρεμπέτικα τραγούδια, τα οποία μέχρι τότε υπήρχαν μόνο ως τραγούδια γραμμένα από αγνώστους , μες τις φυλακές ή τους τεκέδες και είχαν διαδοθεί από στόμα σε στόμα. Ο Καρκαβίτσας αναφέρει στίχους τραγουδιών από την φυλακή στο Παλαμήδι το 1880!.
Τα τραγούδια λοιπόν που δημιουργούνται στο τέλος του 19ου και αρχές 20ου αιώνα, είναι τραγούδια των κατώτερων κοινωνικών ομάδων των μεγάλων αστικών κέντρων-λιμανιών (Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη , Θεσσαλονίκη , Πειραιάς). Μέσα σε αυτήν την αστικοποίηση, και την εισβολή των δυτικών συμφερόντων στον Ελληνικό χώρο, αναπτύσσεται το ρεμπέτικο τραγούδι από τους απλούς ανθρώπους των πόλεων, φτωχούς, κοινωνικά αδικημένους , φυλακισμένους, παράνομους και ανθρώπους του "περιθωρίου". Μια ομάδα τέτοιων ανθρώπων ήταν και οι κουτσαβάκηδες που έδρασαν στου Ψυρρή από το 1867-1897 που όμως τους εξόντωσε ο Μπαϊρακτάρης. Οι κουτσαβάκηδες , όπως και άλλοι άνθρωποι του υποκόσμου ,που χαρακτηρίζονταν ως μάγκες ,βλάμηδες, τσίφτηδες , αλάνια και ρεμπέτες, είχαν αναπτύξει ένα δικό του τρόπο ζωής (αργκό, τραγούδια , συνήθειες , ενδιαφέροντα) που δεν συμβάδιζε με τον νέο αστικό τρόπο ζωής, που εισήγαγε η νέα ανερχόμενη αστική τάξη. Από αυτή την ομάδα ανθρώπων με τον εναλλακτικό τρόπο ζωής γεννήθηκε το ρεμπέτικο τραγούδι.
Μετά τους βαλκανικούς πολέμους (1912-13) και τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο (1917) , το πιο συνταραχτικό γεγονός που επηρέασε βαθειά το ρεμπέτικο τραγούδι ήταν η καταστροφή της Σμύρνης (1922) και η ανταλλαγή των πληθυσμών. Οι Μικρασιάτες μουσικοί διαδίδουν την λαϊκή μουσική της Σμύρνης και της Πόλης (Σμυρναίικο) και αρχίζει η μίξη των δύο ειδών μουσικής , δηλαδή του Σμυρναίικου και τραγουδιού των ρεμπετών (μουρμούρικο, της φυλακής, του τεκέ, μάγκικο, μποέμικο). Τα καφέ-αμάν ενώ υπήρχαν ήδη από το 1900, τώρα μεσουρανούν και διαδίδουν τον τρόπο αυτό διασκέδασης με το ρεμπέτικο τραγούδι. Συνθέτες της εποχής εκείνης : ο Δραγάτσης, ο Καρίπης ,ο Σεμσής, ο Τούντας ο Γιοβάν Τσαούς , ο Πωλ, και ερμηνευτές : η Ρόζα Εσκενάζη, η Ρίτα Αμπατζή, η Μαρίκα Παπαγκίκα, ο Αντώνης Νταλγκάς, ο Νούρος. Αν και οι πρώτες ηχογραφήσεις τραγουδιών είχαν ξεκινήσει στο εξωτερικό από το 1907-1910, οι οργανωμένες ηχογραφήσεις στην Ελλάδα με την συμμετοχή μεγάλων δισκογραφικών εταιριών γίνονται μετά το 1931.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
________________
"Τα ρεμπέτικα τραγούδια είναι μικρά απλά τραγούδια που τραγουδούν απλοί άνθρωποι. ...είναι στο βάθος μάλλον κοινωνικού περιεχομένου τραγούδια." γράφει ο Ηλίας Πετρόπουλος στο βιβλίο του "Ρεμπέτικα τραγούδια".
Η ιστορία του ρεμπέτικου τραγουδιού είναι αξιοπρόσεχτη από το γεγονός και μόνο ότι διαδραματίζεται σε τόσο στενό χρονικό διάστημα (περίπου 30-40 χρόνια) και ταυτόχρονα όμως έχει τόση μεγάλη επίδραση στην εξέλιξη του Ελληνικού τραγουδιού. Ίσως τελικά να αποτελεί τον "συνδετικό κρίκο" της μουσικής του 19ου και 20ου αιώνα στην Ελλάδα.
Πολλοί και διάφοροι παράγοντες συνέβαλλαν στην δημιουργία του ρεμπέτικου αλλά και στην διαμόρφωση του κατά την διάρκεια της μικρής "ζωής" του. Τα δημοτικά τραγούδια , η Βυζαντινή και Βαλκανική μουσική , η Τούρκικη και ανατολίτικη μουσική αλλά και άλλοι, κοινωνικού περιεχομένου παράγοντες, όπως ο τρόπος ζωής (τεκέδες, φυλακές , παρανομία) και μεγάλα ιστορικά γεγονότα (καταστροφή της Σμύρνης το 22 και το κύμα της προσφυγιάς, η βιομηχανική επανάσταση και η άνοδος -και αργότερα κάθοδος- της αστικής τάξης, οι διάφοροι πόλεμοι -1897, Β' παγκόσμιος, εμφύλιος-) διαμόρφωσαν εκτός των άλλων και την ρεμπέτικη μου
Οι τρεις περίοδοι του ρεμπέτικου...
________________________________________
Πολλοί μελετητές και ιστορικοί χωρίζουν το ρεμπέτικο τραγούδι σε 3 περιόδους. Ο διαχωρισμός αυτός έχει μεγάλη σημασία για την κατανόηση του ρεμπέτικου γιατί κατά κάποιο τρόπο ακολουθεί την ιστορία της Ελλάδας και τα γεγονότα που συνέβησαν τότε. Έτσι χονδρικά το ρεμπέτικο τραγούδι χωρίζεται σε τρεις δεκαετίες (1922-1932, 1932-1942 και 1942-1952).
-Στην πρώτη δεκαετία κυριαρχεί το Σμυρναίικο και ανατολίτικο στυλ στο ρεμπέτικο τραγούδι. Η καταστροφή της Σμύρνης και η προσφυγιά από την Μικρά Ασία εμπλουτίζουν το Ελληνικό τραγούδι με αμανέδες, ταξίμια, Σμυρνιές τραγουδίστριες και ανατολίτικα όργανα ( σάζι, σαντούρι, ούτι, κανονάκι). Τα καφέ-αμάν γίνονται κύριος φορέας αυτής της μουσικής και αρχίζουν οι πρώτες γραμμοφωνήσεις τραγουδιών (στην Αμερική ήδη από το 1910).
-Στην δεύτερη δεκαετία έχουμε την αυθεντικότερη έκφραση του ρεμπέτικου τραγουδιού από τους μάγκες των μεγάλων αστικών κέντρων και την αντικατάσταση των ανατολίτικων οργάνων με μπουζούκι, μπαγλαμά και κιθάρα. Την εποχή αυτή (30-40) η ρεμπέτικη μουσική αποτελεί τρόπο ζωής για τους ανθρώπους του περιθωρίου, της φτώχιας , τους αδικημένους από την κοινωνία, τους ναρκομανείς, τους φυλακισμένους.
-Στην τρίτη δεκαετία αλλάζει το στυλ των τραγουδιών και κάνουν την εμφάνισή τους οι μουσικές ιδιοφυίες της εποχής (Τσιτσάνης, Χιώτης, Μητσάκης και άλλοι). Η μουσική γίνεται περισσότερο πολύπλοκη και δυσκολόπαιχτη. Είναι μια δύσκολη εποχή για τον Ελληνικό λαό.
Πριν το Ρεμπέτικο ...η αρχή
______________________________________
Είναι φανερό ότι το ρεμπέτικο τραγούδι δεν εμφανίστηκε από την μια στιγμή στην άλλη, αλλά μια σειρά παραγόντων, οι οποίοι έχουν πολύ παλαιότερες ρίζες, βοήθησαν στη δημιουργία του. Τι συνέβαινε στην Ελλάδα πριν την "εμφάνιση" του ρεμπέτικου;
Μετά την επανάσταση του 1821 δημιουργείται το 1829 το πρώτο ανεξάρτητο Ελληνικό κράτος που περιλαμβάνει μόνο την στερεά Ελλάδα, την Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες. Ωστόσο, οι Έλληνες κατοικούν και σε άλλες περιοχές όπως Μακεδονία, Δωδεκάνησα, Μικρά Ασία. Το 1833-1863 κατά την περίοδο της Βασιλείας του Όθωνα αναπτύσσεται η Σύρος και γίνεται κέντρο εμπορικών ανταλλαγών. Αργότερα την δεκαετία του 1870-1880 αναπτύσσεται ο Πειραιάς. Η ανάπτυξη του λιμανιού του Πειραιά συμπίπτει με την βιομηχανική επανάσταση στην Ελλάδα, η οποία, βέβαια, ποτέ δεν έφτασε τα επίπεδα της Ευρώπης. Έτσι αρχίζει μια εποχή εμπορίου και αστικοποίησης. Από το 1890 έως τις αρχές του 20ου αιώνα πραγματοποιείται ένα κύμα μετανάστευσης προς την Αμερική. Οι Έλληνες της Αμερικής θα είναι αυτοί που θα ηχογραφήσουν για πρώτη φορά Ελληνικά τραγούδια (1910-1934) και μάλιστα ,όπως υποστηρίζουν πολλοί, τα τραγούδια αυτά ήταν πολύ παλαιότερα. Ηχογραφούν Σμυρναίικα , δημοτικά και ρεμπέτικα τραγούδια, τα οποία μέχρι τότε υπήρχαν μόνο ως τραγούδια γραμμένα από αγνώστους , μες τις φυλακές ή τους τεκέδες και είχαν διαδοθεί από στόμα σε στόμα. Ο Καρκαβίτσας αναφέρει στίχους τραγουδιών από την φυλακή στο Παλαμήδι το 1880!.
Τα τραγούδια λοιπόν που δημιουργούνται στο τέλος του 19ου και αρχές 20ου αιώνα, είναι τραγούδια των κατώτερων κοινωνικών ομάδων των μεγάλων αστικών κέντρων-λιμανιών (Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη , Θεσσαλονίκη , Πειραιάς). Μέσα σε αυτήν την αστικοποίηση, και την εισβολή των δυτικών συμφερόντων στον Ελληνικό χώρο, αναπτύσσεται το ρεμπέτικο τραγούδι από τους απλούς ανθρώπους των πόλεων, φτωχούς, κοινωνικά αδικημένους , φυλακισμένους, παράνομους και ανθρώπους του "περιθωρίου". Μια ομάδα τέτοιων ανθρώπων ήταν και οι κουτσαβάκηδες που έδρασαν στου Ψυρρή από το 1867-1897 που όμως τους εξόντωσε ο Μπαϊρακτάρης. Οι κουτσαβάκηδες , όπως και άλλοι άνθρωποι του υποκόσμου ,που χαρακτηρίζονταν ως μάγκες ,βλάμηδες, τσίφτηδες , αλάνια και ρεμπέτες, είχαν αναπτύξει ένα δικό του τρόπο ζωής (αργκό, τραγούδια , συνήθειες , ενδιαφέροντα) που δεν συμβάδιζε με τον νέο αστικό τρόπο ζωής, που εισήγαγε η νέα ανερχόμενη αστική τάξη. Από αυτή την ομάδα ανθρώπων με τον εναλλακτικό τρόπο ζωής γεννήθηκε το ρεμπέτικο τραγούδι.
Μετά τους βαλκανικούς πολέμους (1912-13) και τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο (1917) , το πιο συνταραχτικό γεγονός που επηρέασε βαθειά το ρεμπέτικο τραγούδι ήταν η καταστροφή της Σμύρνης (1922) και η ανταλλαγή των πληθυσμών. Οι Μικρασιάτες μουσικοί διαδίδουν την λαϊκή μουσική της Σμύρνης και της Πόλης (Σμυρναίικο) και αρχίζει η μίξη των δύο ειδών μουσικής , δηλαδή του Σμυρναίικου και τραγουδιού των ρεμπετών (μουρμούρικο, της φυλακής, του τεκέ, μάγκικο, μποέμικο). Τα καφέ-αμάν ενώ υπήρχαν ήδη από το 1900, τώρα μεσουρανούν και διαδίδουν τον τρόπο αυτό διασκέδασης με το ρεμπέτικο τραγούδι. Συνθέτες της εποχής εκείνης : ο Δραγάτσης, ο Καρίπης ,ο Σεμσής, ο Τούντας ο Γιοβάν Τσαούς , ο Πωλ, και ερμηνευτές : η Ρόζα Εσκενάζη, η Ρίτα Αμπατζή, η Μαρίκα Παπαγκίκα, ο Αντώνης Νταλγκάς, ο Νούρος. Αν και οι πρώτες ηχογραφήσεις τραγουδιών είχαν ξεκινήσει στο εξωτερικό από το 1907-1910, οι οργανωμένες ηχογραφήσεις στην Ελλάδα με την συμμετοχή μεγάλων δισκογραφικών εταιριών γίνονται μετά το 1931.
nostos- Supreme Member
-
Αριθμός μηνυμάτων : 3156
Τόπος : Αθηνα
Registration date : 26/08/2009
Απ: ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ...
Aναρωτιόμουν μέρες τώρα, πως θα ξεκινήσεις να το στήνεις. Δεν είχα στο μυαλό μου κάτι τέτοιο. Ευχάριστο ξάφνιασμα η αρχή σου Γιάννη.
Καλοτάξιδο
Καλοτάξιδο
Rena- Admin
-
Αριθμός μηνυμάτων : 8812
Registration date : 08/03/2009
Απ: ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ...
Σ'ευχαριστω τοσο για τα καλα σου λογια..οσο και για την πολυτιμη βοηθεια που μου προσεφερες στο στησιμο της ενοτητας..Ομολογω οτι ξαφνικα μου ηλθε η ιδεα εκει που καθομουν..τοσες ημερες δεν ειχα εμπνευση..δεν ταξιδευε πουθενα το μυαλο μου με τι θεμα θα καταπιανομουν..μολις ειπα μεσα μου αστο μια δυο ημερες ακομη μου ηλθε αυτη η ιδεα.Ξερω οτι το θεμα ειναι δυσκολο..και εχει να δωσει ο καθενας μας πολλα..ειναι ενα θεμα που δυσκολα εξανλειται..ειναι κομματι της μουσικης μας ιστοριας και οχι μονο.
nostos- Supreme Member
-
Αριθμός μηνυμάτων : 3156
Τόπος : Αθηνα
Registration date : 26/08/2009
Απ: ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ...
Η ταύτιση του ρεμπέτικου με την παρανομία και τον υπόκοσμο ήταν η αιτία που αγνοήθηκε αρχικά και περιθωριοποιήθηκε. Αργότερα, στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια άρχισε να γνωρίζει ευρεία απήχηση, όταν κάποιοι λόγιοι αποφάσισαν να ασχοληθούν μαζί του, αναγνωρίζοντας μέσα από αυτό κάποια στοιχεία άλλοτε βυζαντινών μοτίβων και άλλοτε εκφράσεων που παρέπεμπαν στα δημοτικά τραγούδια. Βέβαια σε πρώτη φάση ήταν πολύ δύσκολο, ακόμα και μετά από τέτοιες διαπιστώσεις, να θεωρηθεί συμβατό με το χαρακτήρα του Ελληνικού λαού.
Το ρεμπέτικο τραγούδι δεν ήταν τρόπος έκφρασης ομαδικού συναισθήματος, ήταν κυρίως η αυτοσχέδια λαϊκή δημιουργία, το μεράκι, ο πόνος, το συναίσθημα που εκφραζόταν μέσα από τις νότες και τις "ψαγμένες" εκφράσεις, που τότε μάλλον φαίνονταν σαν παρενόχληση σε "εκλεπτυσμένα αυτιά".
Συγχώνευση στοιχείων βυζαντινής και ανατολίτικης μουσικής που με το πέρασμα του χρόνου πήρε στοιχεία από το Δυτικό πολιτισμό. Από την περίοδο δε του Πειραιώτικου ρεμπέτικου και μετά οι δυτικές αυτές επιδράσεις γίνονται ο κανόνας.
Η Σμύρνη υπήρξε το σταυροδρόμι συνάντησης για τη μουσική Δύσης και Ανατολής. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή το 1922 ήρθε στην Ελλάδα το κύμα της προσφυγιάς μαζί με το Σμυρνέϊκο τραγούδι. Οι Μικρασιάτες για να επιβιώσουν ξεκινούν και φτιάχνουν μουσικά συγκροτήματα. Από τα πρώτα μέρη που ξεκίνησε να διαδίδεται το Ρεμπέτικο ήταν η Κοκκινιά. Ταβέρνες ξεκινούν δειλά δειλά και φιλοξενούν το νέο τραγούδι και ο πόνος της προσφυγιάς αρχίζει και εξαπλώνεται μέσα από τη μελωδία και το στίχο.
Το καλοκαίρι του 1934 θα εμφανιστεί στον Πειραιά, στην ταβέρνα του Σαραντόπουλου, η “Τετράδα του Πειραιώς”. Έτσι, δημιουργείται η πρώτη κομπανία με μπουζούκι και μπαγλαμά. Αυτοί οι τέσσερις είναι: ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Αντώνης Δελιάς, ο Μπάτης και ο Στράτος Παγιουμτζής. Από τότε η μικρασιατική σχολή του ρεμπέτικου αρχίζει να υποχωρεί και επικρατεί το “πειραιώτικο” ρεμπέτικο. Οι ρεμπέτες, σιγά-σιγά βγαίνουν από τα στενά πλαίσια του τεκέ και της φυλακής και εμφανίζονται σε ταβέρνες, αρχικά ως πλανόδιοι μουσικοί. Το 1938 επιβάλλεται από το καθεστώς του Μεταξά λογοκρισία. Το περιεχόμενο των ρεμπέτικων τραγουδιών αλλάζει αναγκαστικά. Οι αναφορές στο χασίσι, στους τεκέδες και στους ναργιλέδες εκλείπουν.
Η ιστορία του ρεμπέτικου τραγουδιού περνάει σε άλλη φάση με το Βασίλη Τσιτσάνη, ο οποίος καλείται να το “εξευγενίσει” και να το αποκαθάρει από καθετί πρόστυχο και “χαμηλό”. Αυτό που κατάφερε ο Τσιτσάνης, βγάζοντας το λαϊκό τραγούδι από το περιθώριο, όπου το είχαν τάξει τα “αντικοινωνικά και ανατολίτικα” στοιχεία του, ήταν να το εντάξει σε μία νέα κοινωνική πραγματικότητα: στην ανατέλλουσα νέα τάξη της μεταπολεμικής Ελλάδας, το δυτικό πολιτικό προσανατολισμό και το αστικό όνειρο στο οποίο προσδοκά να ενσωματωθεί μία θολή εργατική τάξη, που στα προσωπικά και κοινωνικά της αδιέξοδα καταφεύγει στην ονειροφαντασία του εξωτικού και στο άπιαστο όνειρο.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ας μου επιτραπεί να αναρτήσω ένα τραγούδι που ο δημιουργός του δεν ήταν μόνο ο γνωστός Παπαϊωάννου αλλά και ο Χαράλαμπος Σουβλίδης, ο οποίος έφυγε στα χρόνια της κατοχής.
Λεπτομέρειες σε επόμενο ποστ.
Το ρεμπέτικο τραγούδι δεν ήταν τρόπος έκφρασης ομαδικού συναισθήματος, ήταν κυρίως η αυτοσχέδια λαϊκή δημιουργία, το μεράκι, ο πόνος, το συναίσθημα που εκφραζόταν μέσα από τις νότες και τις "ψαγμένες" εκφράσεις, που τότε μάλλον φαίνονταν σαν παρενόχληση σε "εκλεπτυσμένα αυτιά".
Συγχώνευση στοιχείων βυζαντινής και ανατολίτικης μουσικής που με το πέρασμα του χρόνου πήρε στοιχεία από το Δυτικό πολιτισμό. Από την περίοδο δε του Πειραιώτικου ρεμπέτικου και μετά οι δυτικές αυτές επιδράσεις γίνονται ο κανόνας.
Η Σμύρνη υπήρξε το σταυροδρόμι συνάντησης για τη μουσική Δύσης και Ανατολής. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή το 1922 ήρθε στην Ελλάδα το κύμα της προσφυγιάς μαζί με το Σμυρνέϊκο τραγούδι. Οι Μικρασιάτες για να επιβιώσουν ξεκινούν και φτιάχνουν μουσικά συγκροτήματα. Από τα πρώτα μέρη που ξεκίνησε να διαδίδεται το Ρεμπέτικο ήταν η Κοκκινιά. Ταβέρνες ξεκινούν δειλά δειλά και φιλοξενούν το νέο τραγούδι και ο πόνος της προσφυγιάς αρχίζει και εξαπλώνεται μέσα από τη μελωδία και το στίχο.
Το καλοκαίρι του 1934 θα εμφανιστεί στον Πειραιά, στην ταβέρνα του Σαραντόπουλου, η “Τετράδα του Πειραιώς”. Έτσι, δημιουργείται η πρώτη κομπανία με μπουζούκι και μπαγλαμά. Αυτοί οι τέσσερις είναι: ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Αντώνης Δελιάς, ο Μπάτης και ο Στράτος Παγιουμτζής. Από τότε η μικρασιατική σχολή του ρεμπέτικου αρχίζει να υποχωρεί και επικρατεί το “πειραιώτικο” ρεμπέτικο. Οι ρεμπέτες, σιγά-σιγά βγαίνουν από τα στενά πλαίσια του τεκέ και της φυλακής και εμφανίζονται σε ταβέρνες, αρχικά ως πλανόδιοι μουσικοί. Το 1938 επιβάλλεται από το καθεστώς του Μεταξά λογοκρισία. Το περιεχόμενο των ρεμπέτικων τραγουδιών αλλάζει αναγκαστικά. Οι αναφορές στο χασίσι, στους τεκέδες και στους ναργιλέδες εκλείπουν.
Η ιστορία του ρεμπέτικου τραγουδιού περνάει σε άλλη φάση με το Βασίλη Τσιτσάνη, ο οποίος καλείται να το “εξευγενίσει” και να το αποκαθάρει από καθετί πρόστυχο και “χαμηλό”. Αυτό που κατάφερε ο Τσιτσάνης, βγάζοντας το λαϊκό τραγούδι από το περιθώριο, όπου το είχαν τάξει τα “αντικοινωνικά και ανατολίτικα” στοιχεία του, ήταν να το εντάξει σε μία νέα κοινωνική πραγματικότητα: στην ανατέλλουσα νέα τάξη της μεταπολεμικής Ελλάδας, το δυτικό πολιτικό προσανατολισμό και το αστικό όνειρο στο οποίο προσδοκά να ενσωματωθεί μία θολή εργατική τάξη, που στα προσωπικά και κοινωνικά της αδιέξοδα καταφεύγει στην ονειροφαντασία του εξωτικού και στο άπιαστο όνειρο.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ας μου επιτραπεί να αναρτήσω ένα τραγούδι που ο δημιουργός του δεν ήταν μόνο ο γνωστός Παπαϊωάννου αλλά και ο Χαράλαμπος Σουβλίδης, ο οποίος έφυγε στα χρόνια της κατοχής.
Λεπτομέρειες σε επόμενο ποστ.
Rena- Admin
-
Αριθμός μηνυμάτων : 8812
Registration date : 08/03/2009
Απ: ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ...
Καλορίζικο το μουσικό καφενεδάκι σου μάτια μου....
Και με ωραίο ξεκίνημα...
By SpIrToKoYto
...μια που κάτσαμε,δεν πιάνεις κι έναν μέτριο??
Και με ωραίο ξεκίνημα...
By SpIrToKoYto
...μια που κάτσαμε,δεν πιάνεις κι έναν μέτριο??
SpIrToKoYto- Supreme Member
-
Αριθμός μηνυμάτων : 3109
Τόπος : Αθήνα
Registration date : 13/07/2009
Απ: ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ...
Σ'ευχαριστω ρεμπετακι μου... :
nostos- Supreme Member
-
Αριθμός μηνυμάτων : 3156
Τόπος : Αθηνα
Registration date : 26/08/2009
Απ: ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ...
..συνέχεια (ομοίως με το παραπάνω, κι εδώ μαζί Παπαϊωάννου-Σουβλίδης) σε ...νεότερη έκδοση
Rena- Admin
-
Αριθμός μηνυμάτων : 8812
Registration date : 08/03/2009
nostos- Supreme Member
-
Αριθμός μηνυμάτων : 3156
Τόπος : Αθηνα
Registration date : 26/08/2009
nostos- Supreme Member
-
Αριθμός μηνυμάτων : 3156
Τόπος : Αθηνα
Registration date : 26/08/2009
nostos- Supreme Member
-
Αριθμός μηνυμάτων : 3156
Τόπος : Αθηνα
Registration date : 26/08/2009
nostos- Supreme Member
-
Αριθμός μηνυμάτων : 3156
Τόπος : Αθηνα
Registration date : 26/08/2009
nostos- Supreme Member
-
Αριθμός μηνυμάτων : 3156
Τόπος : Αθηνα
Registration date : 26/08/2009
nostos- Supreme Member
-
Αριθμός μηνυμάτων : 3156
Τόπος : Αθηνα
Registration date : 26/08/2009
Απ: ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ...
απλά το αγαπημένο μου....
JeLa- Beautiful Member
-
Αριθμός μηνυμάτων : 152
Τόπος : Εκάλη
Registration date : 10/09/2009
Απ: ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ...
Καλορίζικο Γιάννη. Ωραίο ξεκίνημα έκανες
nikolas- Supreme Member
-
Αριθμός μηνυμάτων : 910
Registration date : 31/07/2009
Απ: ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ...
ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ
(Από το βιβλίο Μύθος ρεμπέτικος- Μάρκος Βαμβακάρης)
AΠΟΣΜΑΣΜΑ
Ο Περαίας
Είκοσι χρόνων παιδίον
γνωρίζει τον Περαία.
Στα 1925.
Ο πατέρας είχε φίλο
τον Νίκο Αϊβαλιώτη.
Έπαιζε µπουζούκι.
Άκουσε το όργανο
κι ορκίστηκε αν δεν το µάθει
να κόψει το χέρι του.
πέντε χρόνια είχε γίνει ξεφτέρι.
Όχι σε δεξιοτεχνία,
αυτό έρχεται δεύτερο.
Έδωκε ψυχή στον ήχο.
Έκλεισε µέσα στο τρίχορδον
τα όσα του έταξε η µοίρα.
Το 'ψαξε. Το 'µαθε. Το ανακάλυψε.
Του παραδόθηκε και το κατάχτησε.
Έσκαψε βαθιά µέσα του
και ήβρεν τα φιλόνια
και τα ασίγαστα ρεύµατα
του πάθους και της ποιήσεως.
Η καρδιά του χτύπαγε µόνον για την πενιά.
Το σαράκι όµως ήτο αθεράπευτον.
Στα τετράδια έφκιανε τα «στιχάκια»,
αυτά που έµελλε να καθορίσουν το ταξίδι.
Αυτά που όλα µαζί
και το καθένα µόνο του
συναποτελούν την Μητρόπολη του Ρεµπέτικου.
Έβανε µετά την µουσική.
Και τα 'παιζε µε τον αυστηρό δωρικό του τρόπο.
Είχε πια ο Συριανός ξανοιχτεί
στο πέλαγος της αιωνιότητας.
Το 1934, στην Οντεόν,
χτυπάει τον πρώτο φωνογραφικό δίσκο.
Έκτοτες, κάθε «τραγουδάκι» του
από στόµα σε στόµα
κάµνει τον γύρο της χώρας
και τέρπει τους µυηµένους.
Ο Περιστέρης,
εµπνευσµένος περί τα µουσικά,
επιµένει — γνώριζε καλά το γιατί —
να τραγουδήσει.
Ο Μάρκος από τη µεριά του δεν ήθελεν,
διότι επίστευε ότι δεν είχε
— ω, τι σεµνότητα! — καλή φωνή.
Ο Περιστέρης ήτο ανένδοτος.
Κι έτσι εξεκίνησεν να λέει τα «τραγουδάκια» του.
Το θαύµα είχε συντελεστεί.
Η πιο αντρίκια. Η πιο ζόρικη και ντρέτη φωνή
είχε πάρει το δρόµο της.
Μουσική. Στιχάκια. Παίξιµο και φωνή.
Όλα από µια ψυχή.
Τι έµενε; Ο χορός.
Το ζεϊµπέκικο. Το χασάπικο.
Και τα δύο τα χόρευε µοναδικά.
Ερωτευµένος και σκλάβος πλέον στο όργανο,
γνώρισε γι' αυτό κατατρεγµούς.
Βάσανα. Φτώχεια. Κυνηγητό.
Αλλά και δόξα. Έρωτες. Φιλίες.
Τον λάτρεψαν.
Στα Σφαγεία
Το 1925, είκοσι χρονώ, τον βρίσκει
σφάχτη και εκδορέα
στα σφαγεία.
Είκοσι χρονώ παιδί,
στα µαχαίρια και στα αίµατα.
Τότε τα ζώα τα έσφαζαν εκ του φυσικού.
Κάµα δίκοπη στην καρωτίδα και τέζα.
Όπως ήταν άντρουλας,
τσάκωνε το ζώο,
το γονάτιζε και το 'σφαζε.
Μίαν ηµέραν,
εκεί που έσφαζε µία γελάδα,
εκείνη η καηµένη ήτο έγκυος
κι απάνου στη σφάξη εγέννησεν γελαδάκι.
Τούτο το µικρό το αγάπησεν ο Μάρκος σφόδρα.
Και το µεγάλωνε στην αρχή µε µπιµπερό γαλατάκι. Μετά φαγάκι
κι έγινε κοτζάµ ζωάκι.
Και µεγαλώνανε µαζί.
Και αγαπιόντουσαν.
Άλλην ηµέρα,
ο χασαπάς του λέει:
«Έχουµε έλλειψη κρέατος».
«Ε, αύριο δε θα 'χονµε».
«Εγώ για σήµερα µιλάω».
«Αύριο µέρα ξηµερώνει».
«Άσ' τα αύριο και τα µεθαύριο. Για σήµερα µιλάµε. Σφάξε το γελαδόπουλο».
«Δεν το σ...»
«Δεν έχει "δεν". Κάνε ό,τι σου είπα». Ήβγαλεν την χασαποποδιά,
του την εφουρνισε στα µούτρα του κερατοχασαπά πέταξε τα µάχαιρα σιαπέρα,
τα βρόντησε χάµου...
«Άει γαµήσου, κουφάλα»,
του είπεν και γύρισε στο κονάκι.
Ούτε που µαταπέρασε από σφαγείο.
Αλάργα αλάργα, γιατί ενθυµούνταν
το φιλαράκι του και πόναγε
βαθιά στα φυλλοκάρδια.
Τον εξέθρεψεν η στενοχώρια,
τα βάσανα τον στήριξαν.
Οι πίκρες κι ο πόνος
τον ήκαµαν βέρο και ντρέτο.
Ο έρωτας και τα αγαπητιλίκια
τον έµπασαν στον κήπο της Εδέµ
και στην κόλαση.
Σπάραξε ως άνθρωπος.
Έµεινε άνθρωπος
κι εµεγαλούργησεν,
ως αρχιµάστορας,
σ' αυτό που τον έταξεν η µοίρα.
Ήλεγε,
«Όταν είµαι λίγο στενοχωρηµένος,
γράφω κάπως καλύτερα».
Αυτό το κάπως
καθόρισε ολάκαιρη τη ζωή του.
Ήτο από γεννησιµιού του σεµνός.
Δεν είπε ποτέ,
«Εγώ είµαι ο Μάρκος».
Προτιµούσε το
«Τι να κάνουµε, αφού είµαι ο Μάρκος»
Γνώριζε ποιος ήταν
αλλά ποτέ δεν επάτησεν
τη χαρακιά του χρέους.
Τζούρα µαχαλάς κι αέρας πελεκούδια
Είναι ο Όλυµπος.
Το θεϊκό βουνό.
Με το µπόι του.
Τις χαράδρες.
Τα σπηλιαράκια.
Δέντρα.
Κεφαλάρια.
Αµέτρητα ζουδάκια.
Στο θεϊκό βουνό
ανέβηκαν όλοι κι αράξανε.
Βοσκήσανε. Εξεδίψασαν.
Μετά κατέβηκαν στις πεδιάδες.
Ελόγου του δεν παρεξέκλινεν
από το χρέος που του έταξεν η µοίρα.
Ολόρθος σε µπόρες και καταιγίδες.
Στητός στις θύελλες,
µ' αναγερτό κεφάλι στις καλοσύνες.
Βιβλικός άγιος.
Στο ταξίδι από την Σύρα στον Πειραιά κι από µετά στου άστεως τα γυρίσµατα, παρέµεινε Όλυµπιος.
Και στο άστυ.
«Αγγελοκαµωµένη µου
και λαµπαδοχυτή µου,
οµορφονιά της µάνας σου
και συντροφιά δική µου».
Στο ίδιο µακάµι,
µε τα ίδια πατήµατα,
ταίριαξε και το:
«Τρυπάει το παπούτσι σου
και θες να βάλεις σόλα
και ο τσαγγάρης σου ζητάει
να σου τα πάρει όλα».
Και παρακάτου:
«Στην αγορά όταν θα πας
κράτα πουγγί µεγάλο
κι αν είσαι ο δόλιος φουκαράς
τράβ' από δρόµο άλλο».
Ας είναι ρέκβιεµ
τούτα που µου 'ρχονται
και σας τα κουβεντιάζω.
Τα ανωτέρω τρία τετράστιχα
µιλούν από µόνα τους. Με ποτίζουν και σιωπώ. Αγαπήθηκε ο Συριανός
από εκείνους που είχαν,
από φύτρα,
το κύτταρο άπου 'πιανε τον παλµό του. Θα 'ρθει καιρός άραγε
που θα διδάσκεται στο σχολείον,
στα πανεπιστήµια,
στο θέατρο;
Μια τέτοια διδαχή,
µια τέτοια µύηση
θα άλλαζε αφθορεί το ίρτζι των ψυχών
και θ' αυγάταινε το νου
σε ψαξίµατα
όπου γεννούν το Θείον.
Όπως τον στρατηγό Μακρυγιάννη,
έτσι και τον Συριανό
τον έπιανε δέος στις λέξεις:
Γράµµατα, Πανεπιστήµιο.
Εξ ου και η ελπίδα του
για την Άµερικα και τα εκείθεν ουνιβερσιτέτοια. «Οι φοιτητές εµένα µ' αγαπάνε»,
ήλεγε και ξανάλεγε.
Ο Παπαιωάννου
έχει γράψει ένα τρυφερό ασµάτιον
για ένα γέρο και το µπουζουκάκι του.
Απου πήγαιναν να δουν το γέρο,
όχι όµως για τον γέροντα,
αλλά για το µπουζουκάκι του.
Η νεότητα κρύβει το θαύµα µέσα της, την σήµερον.
Αλλά πλαγιάζει όπως έστρωσε.
Στην εύκολη µέρα,
µε στρωµένο τραπέζι,
δεν γνώρισε προβλήµατα ανάγκης,
για το ψωµί.
Έχει προβλήµατα ψυχής.
Κι η ψυχή θέλει θροφή.
Η µουσική του ήτο και θα 'ναι θροφή ψυχής.
Επάγαιναν κάτι λίγοι να τόνε γνωρίσουν
για τη µουσική του.
Έτσι επιδερµικά.
Στυφό τον ήβρα µια µέρα.
«Τι έχεις Μάρκο;»
«Η τα γράµµατα τα µαθαίνουν ανάποδα
ή αναποδιασµένοι είναι».
«Για ποιους οµιλείς;»
Η έµφυτη σεµνότητα του
δεν πήγε την κουβέντα παραπέρα.
Επέρασε ώρα πολλή.
«Η ανάγκη δε µ' άφησε να µάθω γράµµατα,
αλλά κι αυτοί που τα 'µαθαν
τζούρα µαχαλάς κι αέρας πελεκούδια είναι».
Οι έγχρωµες φωτογραφίες
Φιλαράκος γκαρδιακός,
µ' έδωκε µια µικρή ποµπίνα έχρωµο φιλµάκι.
Έτρεξα σ' ένα φωτογράφο
και µου τη µοίρασε σε πέντε κασέτες.
Φόρτωσα τη µηχανούλα
και τράβηξα για το Μάρκο.
Με συνόδευε η Έρση Βασιλικιώτη.
Τον ήβρα µε την κιµπάρικη φανέλα.
Το φως της µέρας ήτο µουντό.
Τον ρώτησα αν ήθελε να τον φωτογραφήσω.
«Είµαι καλά έτσι
η να ξηγηθώ σακακιά;»
«Να ξεκινήσουµε και βλέπουµε».
Ζυµάρι στα χέρια µου έγινε.
«Καλά 'µαι έτσι δα;»
Πίσω από τη µηχανή
το µάτι µου εκόχευε το σκαρί του.
Εκαθότουνε
και τον εθώρουν από τη µέση και πάνω.
Γλύκανε το πρόσωπο του
και το θώρι του σηκώθη ολίγον αψηλά,
όπως ο αυγερινός δυο οργιές πάνω απ' το βουνό.
Πάτησα το σκάνδαλον της µηχανής,
χράπ, έκλεισε το µαχαίρι.
Είχα πιάσει αυτό που ήθελα,
αλλά δεν το περίµενα.
Απεδείχθη µετά
ότι ο Μάρκος είχε αποτυπωθεί στο φίλµ
σε µία απ' τις µέγιστες στιγµές του.
Ήτο ο εαυτός του.
Αθώος. Άγιος. Μερακλής. Μάγκας. Κι Άρχοντας.
Με την πρώτη
είχα πιάσει το άπιαστο.
Κόπιασε η κυρα-Βαγγελιώ
και του φόρεσε ένα πουκάµισο,
να τον νοικοκυρέψει.
Ετραβήξαµε και τις υπόλοιπες.
Μαζί του η συµβία και η Έρση.
Ελόγου µου φορούσα ένα µαύρο
σιθρού υποκάµισον
— ω, της κακογουστιάς! —
χωρίς τα γυαλάκια µου.
Ετελειώσαµε.
Μας τράταρε η νοικοκυρά
συριανό λουκουµάκι και δροσερό νερό.
Έχοντας το φιλµ στη µηχανή,
δε µ' απάνταγε να µείνω άλλο.
Το πήγα για εµφάνιση.
Την άλλη µέρα πήρα
τις πρώτες φωτογραφίες.
Ποιός να το φανταζόταν.
Δεν είχε ποτέ φωτογραφηθεί µε έγχρωµο,
το 'µαθα αρκετά χρόνια µετά.
Κρατούσα ως σπάνιο φυλαχτό
τις φωτογραφίες ετούτες.
Για το ροδακινένιο πρόσωπο του.
Τα βέρτζινα χείλη του.
Αλλά — κυρίως—
για το χρώµα των µατιών του.
Η Τετράς
Στράτος Παγιουµτζής ή Τεµπέλης,
Ανέστης Δελιάς η Αρτέµης,
Μπάτης ο Θυµόσοφος
και Μάρκος.
Η πολυθρύλητος Πειραιώτικη Κοµπανία.
Γνωρίστηκαν. Ψάχτηκαν και δέθηκαν.
Γραµµοφώνησαν αριστουργήµατα.
Κοµπανία — παγκόσµιον φαινόµενον.
Η κορυφαία φωνή. Στούκας, ο Στράτος.
Καλότατος ο Δελιάς, χρυσό παιδί. Μαγκιόρος,
ιδιότυπη φωνή, φίνο µπουζουκάκι.
Ο Μπάτης χοριδασκαλείον, παλιατζίδικο,
Μπαγλαµαδάκι και τραγούδια φοβερά. Στο µακάµι µέσα.
Κι ο πατριάρχης Μάρκος.
Περί κοµπανίας ολίγα:
«Ήτο ένα παιδάκι ο Ανέστος,
µε κάρβουνο µάτια και ψιλοκοµµένο µουστακάκι.
Τον έφαγε η Σκουλαρικού. Στον ύπνο του 'ριχνε κόκα.
Τον αγαπούσε. Φοβόταν µην την αµολύσει.
Έγραψε ωραία τραγούδια.
Τα 'παιξε και τα είπε έµορφα».
«Ο Στράτος;»
«Ακακο Αρνί. Όταν τραγούδαγε, σπάγαν τα µικρόφωνα.
Αν ξαναγίνει Αϊβαλί, θα γεννηθεί άλλος Στράτος...»
«Στο Πέραµα. Που παγαίνατε...»
«Είχε άκρα ησυχία εκεί. Σε κάτι σπηλιαράκια.
Στην θάλασσα πλησίον. Άµα έφκιανε αµανέ,
το αµάν έφτανε Σαλαµίνα.
Σταµάταγαν τις µηχανότρατες οι ψαράδες
να τον ακούσουν».
«Μπάτης;»
«Μεγάλη καρδιά. Χωρατατζής. Θυµόσοφος.
Έγραφε τραγούδια και τα 'παιζε ωραία».
«Να τολµήσω για το Μάρκο;»
«Ε, αφού είµαι ο Μάρκος...»
Το 'ξερε. Αλλά πόσο αθώα το 'λεγε...
(Από το βιβλίο Μύθος ρεμπέτικος- Μάρκος Βαμβακάρης)
AΠΟΣΜΑΣΜΑ
Ο Περαίας
Είκοσι χρόνων παιδίον
γνωρίζει τον Περαία.
Στα 1925.
Ο πατέρας είχε φίλο
τον Νίκο Αϊβαλιώτη.
Έπαιζε µπουζούκι.
Άκουσε το όργανο
κι ορκίστηκε αν δεν το µάθει
να κόψει το χέρι του.
πέντε χρόνια είχε γίνει ξεφτέρι.
Όχι σε δεξιοτεχνία,
αυτό έρχεται δεύτερο.
Έδωκε ψυχή στον ήχο.
Έκλεισε µέσα στο τρίχορδον
τα όσα του έταξε η µοίρα.
Το 'ψαξε. Το 'µαθε. Το ανακάλυψε.
Του παραδόθηκε και το κατάχτησε.
Έσκαψε βαθιά µέσα του
και ήβρεν τα φιλόνια
και τα ασίγαστα ρεύµατα
του πάθους και της ποιήσεως.
Η καρδιά του χτύπαγε µόνον για την πενιά.
Το σαράκι όµως ήτο αθεράπευτον.
Στα τετράδια έφκιανε τα «στιχάκια»,
αυτά που έµελλε να καθορίσουν το ταξίδι.
Αυτά που όλα µαζί
και το καθένα µόνο του
συναποτελούν την Μητρόπολη του Ρεµπέτικου.
Έβανε µετά την µουσική.
Και τα 'παιζε µε τον αυστηρό δωρικό του τρόπο.
Είχε πια ο Συριανός ξανοιχτεί
στο πέλαγος της αιωνιότητας.
Το 1934, στην Οντεόν,
χτυπάει τον πρώτο φωνογραφικό δίσκο.
Έκτοτες, κάθε «τραγουδάκι» του
από στόµα σε στόµα
κάµνει τον γύρο της χώρας
και τέρπει τους µυηµένους.
Ο Περιστέρης,
εµπνευσµένος περί τα µουσικά,
επιµένει — γνώριζε καλά το γιατί —
να τραγουδήσει.
Ο Μάρκος από τη µεριά του δεν ήθελεν,
διότι επίστευε ότι δεν είχε
— ω, τι σεµνότητα! — καλή φωνή.
Ο Περιστέρης ήτο ανένδοτος.
Κι έτσι εξεκίνησεν να λέει τα «τραγουδάκια» του.
Το θαύµα είχε συντελεστεί.
Η πιο αντρίκια. Η πιο ζόρικη και ντρέτη φωνή
είχε πάρει το δρόµο της.
Μουσική. Στιχάκια. Παίξιµο και φωνή.
Όλα από µια ψυχή.
Τι έµενε; Ο χορός.
Το ζεϊµπέκικο. Το χασάπικο.
Και τα δύο τα χόρευε µοναδικά.
Ερωτευµένος και σκλάβος πλέον στο όργανο,
γνώρισε γι' αυτό κατατρεγµούς.
Βάσανα. Φτώχεια. Κυνηγητό.
Αλλά και δόξα. Έρωτες. Φιλίες.
Τον λάτρεψαν.
Στα Σφαγεία
Το 1925, είκοσι χρονώ, τον βρίσκει
σφάχτη και εκδορέα
στα σφαγεία.
Είκοσι χρονώ παιδί,
στα µαχαίρια και στα αίµατα.
Τότε τα ζώα τα έσφαζαν εκ του φυσικού.
Κάµα δίκοπη στην καρωτίδα και τέζα.
Όπως ήταν άντρουλας,
τσάκωνε το ζώο,
το γονάτιζε και το 'σφαζε.
Μίαν ηµέραν,
εκεί που έσφαζε µία γελάδα,
εκείνη η καηµένη ήτο έγκυος
κι απάνου στη σφάξη εγέννησεν γελαδάκι.
Τούτο το µικρό το αγάπησεν ο Μάρκος σφόδρα.
Και το µεγάλωνε στην αρχή µε µπιµπερό γαλατάκι. Μετά φαγάκι
κι έγινε κοτζάµ ζωάκι.
Και µεγαλώνανε µαζί.
Και αγαπιόντουσαν.
Άλλην ηµέρα,
ο χασαπάς του λέει:
«Έχουµε έλλειψη κρέατος».
«Ε, αύριο δε θα 'χονµε».
«Εγώ για σήµερα µιλάω».
«Αύριο µέρα ξηµερώνει».
«Άσ' τα αύριο και τα µεθαύριο. Για σήµερα µιλάµε. Σφάξε το γελαδόπουλο».
«Δεν το σ...»
«Δεν έχει "δεν". Κάνε ό,τι σου είπα». Ήβγαλεν την χασαποποδιά,
του την εφουρνισε στα µούτρα του κερατοχασαπά πέταξε τα µάχαιρα σιαπέρα,
τα βρόντησε χάµου...
«Άει γαµήσου, κουφάλα»,
του είπεν και γύρισε στο κονάκι.
Ούτε που µαταπέρασε από σφαγείο.
Αλάργα αλάργα, γιατί ενθυµούνταν
το φιλαράκι του και πόναγε
βαθιά στα φυλλοκάρδια.
Τον εξέθρεψεν η στενοχώρια,
τα βάσανα τον στήριξαν.
Οι πίκρες κι ο πόνος
τον ήκαµαν βέρο και ντρέτο.
Ο έρωτας και τα αγαπητιλίκια
τον έµπασαν στον κήπο της Εδέµ
και στην κόλαση.
Σπάραξε ως άνθρωπος.
Έµεινε άνθρωπος
κι εµεγαλούργησεν,
ως αρχιµάστορας,
σ' αυτό που τον έταξεν η µοίρα.
Ήλεγε,
«Όταν είµαι λίγο στενοχωρηµένος,
γράφω κάπως καλύτερα».
Αυτό το κάπως
καθόρισε ολάκαιρη τη ζωή του.
Ήτο από γεννησιµιού του σεµνός.
Δεν είπε ποτέ,
«Εγώ είµαι ο Μάρκος».
Προτιµούσε το
«Τι να κάνουµε, αφού είµαι ο Μάρκος»
Γνώριζε ποιος ήταν
αλλά ποτέ δεν επάτησεν
τη χαρακιά του χρέους.
Τζούρα µαχαλάς κι αέρας πελεκούδια
Είναι ο Όλυµπος.
Το θεϊκό βουνό.
Με το µπόι του.
Τις χαράδρες.
Τα σπηλιαράκια.
Δέντρα.
Κεφαλάρια.
Αµέτρητα ζουδάκια.
Στο θεϊκό βουνό
ανέβηκαν όλοι κι αράξανε.
Βοσκήσανε. Εξεδίψασαν.
Μετά κατέβηκαν στις πεδιάδες.
Ελόγου του δεν παρεξέκλινεν
από το χρέος που του έταξεν η µοίρα.
Ολόρθος σε µπόρες και καταιγίδες.
Στητός στις θύελλες,
µ' αναγερτό κεφάλι στις καλοσύνες.
Βιβλικός άγιος.
Στο ταξίδι από την Σύρα στον Πειραιά κι από µετά στου άστεως τα γυρίσµατα, παρέµεινε Όλυµπιος.
Και στο άστυ.
«Αγγελοκαµωµένη µου
και λαµπαδοχυτή µου,
οµορφονιά της µάνας σου
και συντροφιά δική µου».
Στο ίδιο µακάµι,
µε τα ίδια πατήµατα,
ταίριαξε και το:
«Τρυπάει το παπούτσι σου
και θες να βάλεις σόλα
και ο τσαγγάρης σου ζητάει
να σου τα πάρει όλα».
Και παρακάτου:
«Στην αγορά όταν θα πας
κράτα πουγγί µεγάλο
κι αν είσαι ο δόλιος φουκαράς
τράβ' από δρόµο άλλο».
Ας είναι ρέκβιεµ
τούτα που µου 'ρχονται
και σας τα κουβεντιάζω.
Τα ανωτέρω τρία τετράστιχα
µιλούν από µόνα τους. Με ποτίζουν και σιωπώ. Αγαπήθηκε ο Συριανός
από εκείνους που είχαν,
από φύτρα,
το κύτταρο άπου 'πιανε τον παλµό του. Θα 'ρθει καιρός άραγε
που θα διδάσκεται στο σχολείον,
στα πανεπιστήµια,
στο θέατρο;
Μια τέτοια διδαχή,
µια τέτοια µύηση
θα άλλαζε αφθορεί το ίρτζι των ψυχών
και θ' αυγάταινε το νου
σε ψαξίµατα
όπου γεννούν το Θείον.
Όπως τον στρατηγό Μακρυγιάννη,
έτσι και τον Συριανό
τον έπιανε δέος στις λέξεις:
Γράµµατα, Πανεπιστήµιο.
Εξ ου και η ελπίδα του
για την Άµερικα και τα εκείθεν ουνιβερσιτέτοια. «Οι φοιτητές εµένα µ' αγαπάνε»,
ήλεγε και ξανάλεγε.
Ο Παπαιωάννου
έχει γράψει ένα τρυφερό ασµάτιον
για ένα γέρο και το µπουζουκάκι του.
Απου πήγαιναν να δουν το γέρο,
όχι όµως για τον γέροντα,
αλλά για το µπουζουκάκι του.
Η νεότητα κρύβει το θαύµα µέσα της, την σήµερον.
Αλλά πλαγιάζει όπως έστρωσε.
Στην εύκολη µέρα,
µε στρωµένο τραπέζι,
δεν γνώρισε προβλήµατα ανάγκης,
για το ψωµί.
Έχει προβλήµατα ψυχής.
Κι η ψυχή θέλει θροφή.
Η µουσική του ήτο και θα 'ναι θροφή ψυχής.
Επάγαιναν κάτι λίγοι να τόνε γνωρίσουν
για τη µουσική του.
Έτσι επιδερµικά.
Στυφό τον ήβρα µια µέρα.
«Τι έχεις Μάρκο;»
«Η τα γράµµατα τα µαθαίνουν ανάποδα
ή αναποδιασµένοι είναι».
«Για ποιους οµιλείς;»
Η έµφυτη σεµνότητα του
δεν πήγε την κουβέντα παραπέρα.
Επέρασε ώρα πολλή.
«Η ανάγκη δε µ' άφησε να µάθω γράµµατα,
αλλά κι αυτοί που τα 'µαθαν
τζούρα µαχαλάς κι αέρας πελεκούδια είναι».
Οι έγχρωµες φωτογραφίες
Φιλαράκος γκαρδιακός,
µ' έδωκε µια µικρή ποµπίνα έχρωµο φιλµάκι.
Έτρεξα σ' ένα φωτογράφο
και µου τη µοίρασε σε πέντε κασέτες.
Φόρτωσα τη µηχανούλα
και τράβηξα για το Μάρκο.
Με συνόδευε η Έρση Βασιλικιώτη.
Τον ήβρα µε την κιµπάρικη φανέλα.
Το φως της µέρας ήτο µουντό.
Τον ρώτησα αν ήθελε να τον φωτογραφήσω.
«Είµαι καλά έτσι
η να ξηγηθώ σακακιά;»
«Να ξεκινήσουµε και βλέπουµε».
Ζυµάρι στα χέρια µου έγινε.
«Καλά 'µαι έτσι δα;»
Πίσω από τη µηχανή
το µάτι µου εκόχευε το σκαρί του.
Εκαθότουνε
και τον εθώρουν από τη µέση και πάνω.
Γλύκανε το πρόσωπο του
και το θώρι του σηκώθη ολίγον αψηλά,
όπως ο αυγερινός δυο οργιές πάνω απ' το βουνό.
Πάτησα το σκάνδαλον της µηχανής,
χράπ, έκλεισε το µαχαίρι.
Είχα πιάσει αυτό που ήθελα,
αλλά δεν το περίµενα.
Απεδείχθη µετά
ότι ο Μάρκος είχε αποτυπωθεί στο φίλµ
σε µία απ' τις µέγιστες στιγµές του.
Ήτο ο εαυτός του.
Αθώος. Άγιος. Μερακλής. Μάγκας. Κι Άρχοντας.
Με την πρώτη
είχα πιάσει το άπιαστο.
Κόπιασε η κυρα-Βαγγελιώ
και του φόρεσε ένα πουκάµισο,
να τον νοικοκυρέψει.
Ετραβήξαµε και τις υπόλοιπες.
Μαζί του η συµβία και η Έρση.
Ελόγου µου φορούσα ένα µαύρο
σιθρού υποκάµισον
— ω, της κακογουστιάς! —
χωρίς τα γυαλάκια µου.
Ετελειώσαµε.
Μας τράταρε η νοικοκυρά
συριανό λουκουµάκι και δροσερό νερό.
Έχοντας το φιλµ στη µηχανή,
δε µ' απάνταγε να µείνω άλλο.
Το πήγα για εµφάνιση.
Την άλλη µέρα πήρα
τις πρώτες φωτογραφίες.
Ποιός να το φανταζόταν.
Δεν είχε ποτέ φωτογραφηθεί µε έγχρωµο,
το 'µαθα αρκετά χρόνια µετά.
Κρατούσα ως σπάνιο φυλαχτό
τις φωτογραφίες ετούτες.
Για το ροδακινένιο πρόσωπο του.
Τα βέρτζινα χείλη του.
Αλλά — κυρίως—
για το χρώµα των µατιών του.
Η Τετράς
Στράτος Παγιουµτζής ή Τεµπέλης,
Ανέστης Δελιάς η Αρτέµης,
Μπάτης ο Θυµόσοφος
και Μάρκος.
Η πολυθρύλητος Πειραιώτικη Κοµπανία.
Γνωρίστηκαν. Ψάχτηκαν και δέθηκαν.
Γραµµοφώνησαν αριστουργήµατα.
Κοµπανία — παγκόσµιον φαινόµενον.
Η κορυφαία φωνή. Στούκας, ο Στράτος.
Καλότατος ο Δελιάς, χρυσό παιδί. Μαγκιόρος,
ιδιότυπη φωνή, φίνο µπουζουκάκι.
Ο Μπάτης χοριδασκαλείον, παλιατζίδικο,
Μπαγλαµαδάκι και τραγούδια φοβερά. Στο µακάµι µέσα.
Κι ο πατριάρχης Μάρκος.
Περί κοµπανίας ολίγα:
«Ήτο ένα παιδάκι ο Ανέστος,
µε κάρβουνο µάτια και ψιλοκοµµένο µουστακάκι.
Τον έφαγε η Σκουλαρικού. Στον ύπνο του 'ριχνε κόκα.
Τον αγαπούσε. Φοβόταν µην την αµολύσει.
Έγραψε ωραία τραγούδια.
Τα 'παιξε και τα είπε έµορφα».
«Ο Στράτος;»
«Ακακο Αρνί. Όταν τραγούδαγε, σπάγαν τα µικρόφωνα.
Αν ξαναγίνει Αϊβαλί, θα γεννηθεί άλλος Στράτος...»
«Στο Πέραµα. Που παγαίνατε...»
«Είχε άκρα ησυχία εκεί. Σε κάτι σπηλιαράκια.
Στην θάλασσα πλησίον. Άµα έφκιανε αµανέ,
το αµάν έφτανε Σαλαµίνα.
Σταµάταγαν τις µηχανότρατες οι ψαράδες
να τον ακούσουν».
«Μπάτης;»
«Μεγάλη καρδιά. Χωρατατζής. Θυµόσοφος.
Έγραφε τραγούδια και τα 'παιζε ωραία».
«Να τολµήσω για το Μάρκο;»
«Ε, αφού είµαι ο Μάρκος...»
Το 'ξερε. Αλλά πόσο αθώα το 'λεγε...
nostos- Supreme Member
-
Αριθμός μηνυμάτων : 3156
Τόπος : Αθηνα
Registration date : 26/08/2009
Απ: ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ...
Τώρα Γιάννη έπιασες μια ευαίσθητη χορδή μου!
Ο παππούς μου Ζαχαρίας Κασιμάτης, γεννημένος και μεγαλωμένος στη Σμύρνη, όταν μετά τη καταστροφή ήρθε στην Αθήνα, έκανε επάγγελμα αυτό που στη Σμύρνη είχε σαν χάμπυ. Τη συμμετοχή σε ρεμπέτικες κομπανίες (αμιγώς Σμυρνέικες αρχικά) και αργότερα συνεργαζόμενος με όλους τους μεγάλους της εποχής (Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Παπαϊωάννου, Μπέλλου).
Σε ένα από τα βιντεάκια που έβαλες υπάρχει και φωτογραφία του μαζί με Παπαϊωάννου, Μητσάκη και άλλους.
Ο ίδιος έπαιζε κιθαρά και μαντολίνο και έγραφε μουσική και στίχους. Ηχογράφησε κάποια τραγούδια, κυρίως προπολεμικά, αλλά η μεγάλη του επιτυχία ήταν οι στίχοι του 'Μου 'φαγες όλα τα δαχτυλίδια".
Παρ' ότι δεν ασχολούμαι ιδιαίτερα με την ρεμπέτικη μουσική, όταν ακούω ή διαβάζω κάτι σχετικό συγκινούμαι...
Ο παππούς μου Ζαχαρίας Κασιμάτης, γεννημένος και μεγαλωμένος στη Σμύρνη, όταν μετά τη καταστροφή ήρθε στην Αθήνα, έκανε επάγγελμα αυτό που στη Σμύρνη είχε σαν χάμπυ. Τη συμμετοχή σε ρεμπέτικες κομπανίες (αμιγώς Σμυρνέικες αρχικά) και αργότερα συνεργαζόμενος με όλους τους μεγάλους της εποχής (Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Παπαϊωάννου, Μπέλλου).
Σε ένα από τα βιντεάκια που έβαλες υπάρχει και φωτογραφία του μαζί με Παπαϊωάννου, Μητσάκη και άλλους.
Ο ίδιος έπαιζε κιθαρά και μαντολίνο και έγραφε μουσική και στίχους. Ηχογράφησε κάποια τραγούδια, κυρίως προπολεμικά, αλλά η μεγάλη του επιτυχία ήταν οι στίχοι του 'Μου 'φαγες όλα τα δαχτυλίδια".
Παρ' ότι δεν ασχολούμαι ιδιαίτερα με την ρεμπέτικη μουσική, όταν ακούω ή διαβάζω κάτι σχετικό συγκινούμαι...
Ειρήνη- Supreme Member
-
Αριθμός μηνυμάτων : 1859
Τόπος : Αθήνα
Registration date : 12/07/2009
Απ: ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ...
Πολύ ενδιαφέρον το θέμα σου Γιάννη και οι πληροφορίες μία και μία. Ειρήνη πρέπει να είσαι πολύ περηφανη για τον παππού!
boxeraki- Beautiful Member
-
Αριθμός μηνυμάτων : 176
Registration date : 26/08/2009
Απ: ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ...
Σ'ευχαριστω Ειρηνη για τα καλα σου λογια...χαιρομαι δε ιδιαιτερα που καταφερα να σε κανω να χαρεις..και χαιρομαι ακομη που εχεις τοσο στενη σχεση με την Ρεμπετικη ιστορια..και την Ρεμπετικη οικογενεια..πρεπει ολοι μας να ειμαστε υπερηφανοι για αυτους τους καλλιτεχνες οπως ο παππους σου,που σε δυσκολες εποχες εκαναν τεχνη..-γιατι το ρεμπετικο ειναι τεχνη...ειναι μερακι..ειναι καταθεση ψυχης.Λυπαμαι μονο γιατι ακομη και σημερα το ρεμπετικο τραγουδι δεν εχει βρει ακομη την θεση που του αρμοζει στην συνειδηση της ελληνικης κοινωνιας..βλεπεις οι ανθρωποι που δημιουργησαν τη ρεμπετικη μουσικη ηταν απλοι καθημερινοι ανθρωποι,και δεν ειχαν πισω τους ουτε μανατζαρεους..ουτε δισκογραφικες εταιριες...Ακομη και σημερα πολλοι στιχοι των ρεμπετικων τραγουδιων δεν ειναι αποδεκτοι απο την κατα τα αλλα "προοδευτικη ελληνικη κοινωνια."Το σιγουρο ειναι ομως ενα οτι το ρεμπετικο ειναι ενα κοινωνικο φαινομενο περα απο τεχνη..που εχει μεγαλη συμμετοχη στην πολιτιστικη μας κληρονομια..
nostos- Supreme Member
-
Αριθμός μηνυμάτων : 3156
Τόπος : Αθηνα
Registration date : 26/08/2009
Απ: ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ...
Βoxeraki..σ'ευχαριστω..δεν ειμαι ο καταλληλος για να μιλησω για το ρεμπετικο τραγουδι..και τους ρεμπετες..υπαρχουν ανθρωποι που εχουν ασχοληθει και σχολουνται πιο ειδικα και εμπεριστατωμενα με αυτο το θεμα..εχουν γραφτει τομοι για το ρεμπετικο και μακαρι να γραφτουν και αλλοι γιατι αξιζει.Εγω απλα αναπαραγω αυτα που βρισκω δεξια και αριστερα τιμωντας και σεβομενος στο ελαχιστο ολους αυτους τους ρεμπετες και το εργο τους..
nostos- Supreme Member
-
Αριθμός μηνυμάτων : 3156
Τόπος : Αθηνα
Registration date : 26/08/2009
Απ: ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ...
ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ(μερος δευτερο)
Ρίξε τσιγγάνα τα χαρτιά
Όταν ήλεγε,
«Ωραία γυναίκα...»
Πάει. Τελείωσε.
Σε δυο λέξεις τα 'βαζε όλα µέσα.
Δεν χρειαζόταν λιλιά
και µε τις γυναίκες
ποτέ δεν έκαµνε τσιριµόνιες.
Και τον γουστάρανε, πανάθεµά τες,
αποθένανε για πάρτη του.
Τώρα, γιατί αποθένανε;
Ας βρούνε άλλοι τα κρυφά µυστικά του.
Ελόγου µου λέω,
τις εβάρηγε νταουζάκος γιατ' ήταν ο Μάρκος.
Ωστόσο στα τραγούδια του
δείχνει και τα ζοριλίκια του:
«Τι άλλο θέλεις να σου πω
µασά τις καρπαζιές σου
και πες του µάγκα σου να 'ρθεί
να φάει και τις δικές του».
Αλλά και την µεγίστη τρυφερότητα του:
«Πες µου, καρδούλα µου,
τι έχεις και πονάς
πάψε, αγάπη µου, να µε τυραννάς».
Τα ερωτικά του σφάζουν µε το µπαµπάκι.
Τίθενται στες κορφές της δηµοτικής ποιήσεως,
αλλά κατεβαίνουν και στες σκοτεινές σπηλιές
του πάθους, εκείθεν όπου το µερακλίκι
διαφεντεύει τα σύµπαντα.
Εκαθούµαστε δίπλα δίπλα.
«Να παγαίνεις µε µοδίστες
και τσαγκαροκόριτσα».
«Γιατί;»
«Να παγαίνεις. Εκεί θα µάθεις.
θα σε µάθουν....
Και καµιά κλωστηρού».
«Με τσιγγάνες;»
Τον πείραζα.
«Δεν έρχουνται αυτές... Πάνε µε το συνάφι τους».
Στο Μάρκο όµως δε χάλαγαν ποτέ
κανένα χατίρι.
«Ρίξε τσιγγάνα τα χαρτιά
και πες µου την αλήθεια
θα γειάνει τάχα ο καηµός
που έχω µες στα στήθια...»
«Χαλάλι, Μάρκο».
Και του 'ριχναν στα πόδια
καρδιές... γητειές... ξανάµµατα...
Οι φοβερές αυτές γυναίκες τον λάτρεψαν.
«Δυο γυφτοπούλες στο βουνό
µάνα και θυγατέρα δυο
βοτάνια εµαζεύανε
βρίσκουν 'να λαβωµένονε».
Αχ, αυτές οι λαβωµατιές.
Μάρκος και Περιστέρης
Ο Σπύρος Περιστέρης.
Μικρασιάτης την καταγωγή,
προικισµένος περί τα µουσικά
— έπαιζε και πολλά όργανα —
έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο ρεµπέτικο.
Διευθυντής της Οντεόν,
εµάζευε µε το ζόρι τους άξιους - ενίοτε µαστουρωµένους -
και τους έχουνε στο γραµµοφωνατζίδικο
κι εκείθεν κατέγραψε την πάσαν τελετουργίαν.
Τις εξαίσιες ζεϊµπεκιές και τα χασάπικα.
Ο Μάρκος τα τραγούδια τα ήλεγε
µια κι έξω, για δίσκο.
Εξ ου και το παρατσούκλι Κοντραµπάσο.
Σε πολλά τραγούδια παίζει µπουζούκι ο Περικλής
και τραγουδάει ο Συριανός.
Η πενιά του ήτο κανταδόρικια. Μαντολινάτη.
«Τι άνθρωπος ήταν ο Περιστέρης;»
«Ήξερε µουσική... Την εδιάβαζε στις πάρτες»,
ήτο η απάντησις. Δεν επέµεινα.
Με κοίταξε στα µάτια.
«Ο χρόνος σκεπάζει τα κουσούρια».
«Φτάνει;»
«Και περσεύει. Το καλό να µένει...»
Η Μαρκετάκη και η Ανατολή
Συναχωµένη και στα ζοριλίκια της,
µου 'ρθε η Τόνια Μαρκετάκη.
«Δεν ξαναπηδιέµαι, ρε, µε ντόπιο σερνικό.
Τελεία και παύλα».
Άναψε τσιγάρο. «Μας πνίξανε τα σέσκουλα».
«Με το ρύζι δένουν...»
Και θυµήθηκα στον Άγιο Νείλο, ένα θηλυκό µάγκα
- απαλών κινήσεων σερνικό, να ξηγιόµαστε -
που έστελνε το Θανάση τον παραγιό του
να του βρει σέσκουλα στον Παρνασσό.
Και σαν 'ρχόταν µε το σακί γιοµάτο,
µας καλούσε στο µαγαζί του.
Τα 'φκιανε µε το ρύζι και παγαίναµε µε τα όργανα.
Του παίζαµε Μάρκο κι ελόγου του
µας τάιζε στο στόµα σα φασόπουλα.
Εκείνο τον καιρό, καταχρεωµένη η Μαρκετάκη
έψαχνε κεφάλαια να φιλµογραφήσει
την «Κυρα-Κυραλίνα» του Παναίτ Ιστράτι.
Κι είχε ταξιδέψει προς τούτο από Ρουµανία
µέχρι Αφιόν Καραχισάρ.
Μου ιστορούσε την Κυραλίνα
σε µεταξωτές κρεβατοκάµαρες µέσα,
σοφάδες, καθιστικά, µεθυστικά αρώµατα,
ερωτισµούς µυθικούς, πασούµια και κορδελίτσες,
σουσούµια και τσακίσµατα,
Δερβίσηδες και Γιουρούκους αρχοντοπιασµένους,
χωµένους στα µεριά της, να της τραγουδούνε αµανέδες.
Έσφιξε µια φούµα, η Τόνια, ακόµη,
και µε τήραξε καρσί στα µάτια.
Έσυρε φωνή:
«Έκατσε στο σοφά. Επήρε το σιάζι,
το κούρντισε. Χάιδεψε το µανικό.
Άναψε το ναργελέ. Τον φύσηξε. Τον πάτησε.
Και ρούφηξε.
Διπλοπόδι στο σοφά έπαιξε το κοµπολόγι.
Με τήραγε.
Ξανάπιασε το σάζι. Έπαιξε κι αλάφρωνε η ψυχή του.
Κούρνιασα κοντά του. Κάποτε σταµάτηγε.
Έπαιρνε από 'να βάζο µπινελίκι και µου το 'βαζε στο στόµα
Μετά ξανάπιανε το σάζι.
Κύλαε η ζωή.
Κύλαε το ταξίµι του Μπεχίρ
κι αλάφρωνε το µυαλό µου απ' τις έγνοιες.
Περδικούλα η ψυχή µου».
«Στο διάβολο οι τοκογλύφοι», έσκουξα ελόγου µου.
Κι η Τόνια:
«Άπλωσε το χέρι του κι ακούµπησε το δικό µου.
Να σε τηράει στα µάτια
και να σου τα σβήνει. Μπήκες;»
«Τι θα κάµεις µε την Κυραλίνα; Ήβρες το χρήµα;»
«Βάλε στο φωνόγραφο...»
Είχα τσακώσει απ' το Μοναστηράκι
ένα φωνόγραφο - βαλιτσάκι, µε µια πεντακοσάρα.
Φορτώνω το δίσκο. Αλλάζω βελόνα. Κουρντίζω.
«Πρέπει να ξέρεις µηχανή να κόψεις µαύρα µάτια...»
«Τ' άκουσες; Η µηχανή του Μπεχίρ ήταν το σιάζι
και τα µάτια του... και τα µπαµπακερά του ρούχα...»
Ο δίσκος είχε τελειώσει και η βελόνα πηγαινορχόταν.
«Μίλα µου για τον Συριανό...»
Ελόγου µου αρµένιζα προς Ανατολάς.
Σµύρνη... Ιωνία... Αϊβαλί... Κωνσταντινούπολη...
Σαντουρόβιολα... Εστουδιαντίνες... Θέατρα... Γλέντια...
Τέχνες... Εµπόρια... Στράτος Παγιουµτζής...
Σπύρος Περιστέρης... Στρατής .ούκας... Γιοβάν Τσαούς...
Ξεσηκωµός... Το κάψιµο... Ο ξεριζωµός... Η ορφάνια...
Η ξενιτιά... Τα προσφυγικά.
Κατατρεγµός κι από τους Τούρκους,
κυνηγητό κι από εδικούς.
Όσοι γλίτωσαν, φτάσανε στη µητέρα πατρίδα
κι έστησαν απ' αρχής ξανά την ελπίδα.
Απ' τ' αρχοντολόι στην παράγκα.
Πουτάνες οι Σµυρνιές...
Και το 'λεγαν κάτι ρεµάλια
που οι γυναίκες τους φοράγανε τα βρακοζώνια
µέχρι τον αστράγαλο.
Η Σµύρνη τότες ήτο το Παρίσι της Ανατολής.
Ήλεγεν ο Κυριαζής:
«Όταν έφτασαν οι Σµυρνιές εδώ,
µέσα σ' ένα µήνα, είχαµε τρεις χιλιάδες διαζύγια.
Διότι, όποιος µερακλής πήγαινε µε Σµυρνιά,
δεν ξαναζύγωνε τη δική του».
Κι έπεσε φτώχεια. .υστυχία. Ανέχεια.
Έστησαν τα προσφυγικά τους παραπήγµατα,
αλλά η ψυχή δεν το 'βαλε κάτω.
Συνέχισαν να παράγουν.
Συνέχισαν την παράδοση.
Την πάστρα.
Ο λόγος στο Μάρκο, από δω και κάτω:
«Έπαιζαν τα σαντουρόβιολα εκείνοι.
Είχαν καλούς αµανετζήδες. Ένας νταλκάς.
Εγνώριζαν τα µακάµια. Έπαιζαν και τα σιάζια.
Ήτονε καλοί άνθρωποι. Φύλλο δεν πείραζαν.
Περάσανε πολλά βάσανα. Τους κυνηγήσανε.
Σκόρπισαν δώθε - κείθε.
Στα Βούρλα, οτο Πέραµα, .ραπετσώνα.
Παντού. Σ' όλη, την Ελλάδα.
Έσβηναν στους δρόµους απ' την πείνα.
Οι γυναίκες τους εκπορνεύοντο για την ανάγκη.
Για ένα κοµµάτι ψωµί.
Αλλά ποτές, ποτές δεν έχασαν την αξιοπρέπεια τους.
Ήταν περήφανοι.
Εκεί στα Βούρλα, είχε τεκέδες. Και µπορντέλα.
Ήτο ο τεκές, ένα δωµάτιο, ένας διάδροµος.
Έβγαζε στην άλλη άκρια, στη χέστρα.
Επήγαιναν οι χασικλήδες προς νερού τους.
Εκεί οτο διάδροµο, στη σειρά, ήτονε τετράγωνα
παράθυρα συρταρωτά, στο ύφος
των γεννητικών οργάνων των αντρώνε..
Μέριαζες το συρταρωτό παράθυρο,
επληρωνες ένα τάλιρο
και σου φερµάριζε τα πισινά της
η κάθε στερηµένη προσφυγοπούλα
κι έκανες τη δουλειά σου. Και ξαλάφρωνες.
Ποτέ δε σου 'δειχνε το πρόσωπο της.
Και τα λέγανε τούτα τα µπορντέλα "Παραθυράτα'
Επήγαινα καµιά φορά και φούµερνα.
Αλλά µέχρις εκεί. .εµ' αρένανε τ' άλλα...
Ερχότουνε µια Αραπκιλί, έτσι τη λέγανε.
Ήταν από κείνες. Και µ' έβρισκε.
Βγαίνοντας από κει µέσα,
ήταν απ' όξω µ' ένα µαχαλόµαγκα
που την βάρηγε.
Του ξηγήθηκα δυο κουβέντες.
Με σεβάστηκε και σταµάτησε...
Ε, αυτή µου το χρώσταγε και 'ρχόταν...
Τι τα θυµάµαι...
Ξέρεις... Ο Στράτος... Έχει νταλκά.
Η φωνή του είναι Αϊβαλί...»
Η φωνή της Τόνιας µε ξανάφερε πίσω.
«Λες να µπορέσω να γυρίσω την
"Κυρα-Κυραλίνα" ; »
«Θα µπορέσεις».
Δίπλα στο σπίτι του Μάρκου. Παραπέρα,
έµενε σ' ένα ξύλινο παράπηγµα µια γρια.
Σµυρνιά. Έξι µήνες το χρόνο έπεφτε
σε βαθιά µελαγχολία.
Καθότουνε µέρα νύχτα σε µια πολυθρόνα.
Ζούσε σαν το σπουργίτι. Με νερό και ρεβύθια.
Έχανε το βάρος της.
Κι άπονου που έλεγες πως θα ποθάνει,
φτάναν οι άλλοι έξι µήνες.
Πεταγόταν απάνου σαν πέρδικα.
Έβγαζε απ' τα φορτσέρια
τα δαντελένια φορέµατα,
τα χρυσά δαχτυλίδια, βραχιόλα και τα σκουλαρίκια,
έµπαινε στο νερό, λουζόταν, στολιζόταν
κι έπιανε το τραγούδι. Κι είχε µια φωνή...
Και να το κοκκινάδι. Και να ο χορός.
Και να τα πασουµάκια και τα βαµµένα νύχια.
Ογδοήντα χρονώ. Έµενε µόνη µ' ένα καναρίνι.
Και σαν έπιανε το φθινόπωρο,
ξανάβαζε στο φορτσέρι τα δαντελένια φορέµατα
και ξαναγύριζε στην πολυθρόνα για έξι µήνες.
Το 'ξερε ο Μάρκος.
Και σαν έπαιζε τα ταξίµια του,
ασάλευτη τα άκουγε, πότιζε την ψυχή της
να βγάλει πέρα το χειµώνα.
Μέχρι να 'ρθει η άνοιξη, να πιάσει ξανά το τραγούδι.
Να ξαναγεννηθεί.
«Κι ο Μάρκος;»
«Σαν απόθανε η έρµη, έκανε καιρό
να ξαναπιάσει τ' όργανο στα χέρια».
Κλαρίνο, τούµπανο και µπουζούκι
Εφίλιωσε το τούµπανο και το κλαρίνο
µε το µπουζούκι.
Πρώτος έσµιξεν
τον πρωτόγονο εσαεί ήχο της τουµπάνας
µε το τρίχορδον
και στα γυρίσµατα του άσµατος
εταίριαξε το κλαρίνο.
Σοφά δεµένα
µέσα στον ασκό της παράδοσης.
Αλλά το κλαρίνο απαντιέται
σ' όλη την Ανατολή - γιατί αυτή µας ενδιαφέρει,
καθώς και το τούµπανο,
που ηχεί σ' ασίγαστους ρυθµούς
στην Άφρικα και αλλαχού.
Οµιλώ µόνον προς ανατολάς
και προς νότια,
γιατί εκεί κρατιέται το µακάµι
και η µουσική είναι αιώνων πέρασµα
και λάκτισµα ψυχής.
Ούσα η Μεσόγειος µεσοστρατίς
σ' Ανατολή και .ύση,
υπέστη φθοράς εκ .ύσεως
κι από Βορρά.
Ο Μάρκος, βέρος της Μεσόγειος,
έστησε εδικό του µπαϊράκι.
Πατάει στο δυο χιλιάδες χρόνια πριν,
βυζαίνει εξ ανατολών το γάλα,
αλλά τον ζεϊµπέκικο τον τραγουδάει
κατά τα πρότυπα µας.
Ο Βελούδιος ήλεγεν,
ο ζεϊµπέκικος είναι αρχαίος χορός
και η ετυµολογία του βγαίνει
από το Ζεύς και Μπέκος.
Ρίξε τσιγγάνα τα χαρτιά
Όταν ήλεγε,
«Ωραία γυναίκα...»
Πάει. Τελείωσε.
Σε δυο λέξεις τα 'βαζε όλα µέσα.
Δεν χρειαζόταν λιλιά
και µε τις γυναίκες
ποτέ δεν έκαµνε τσιριµόνιες.
Και τον γουστάρανε, πανάθεµά τες,
αποθένανε για πάρτη του.
Τώρα, γιατί αποθένανε;
Ας βρούνε άλλοι τα κρυφά µυστικά του.
Ελόγου µου λέω,
τις εβάρηγε νταουζάκος γιατ' ήταν ο Μάρκος.
Ωστόσο στα τραγούδια του
δείχνει και τα ζοριλίκια του:
«Τι άλλο θέλεις να σου πω
µασά τις καρπαζιές σου
και πες του µάγκα σου να 'ρθεί
να φάει και τις δικές του».
Αλλά και την µεγίστη τρυφερότητα του:
«Πες µου, καρδούλα µου,
τι έχεις και πονάς
πάψε, αγάπη µου, να µε τυραννάς».
Τα ερωτικά του σφάζουν µε το µπαµπάκι.
Τίθενται στες κορφές της δηµοτικής ποιήσεως,
αλλά κατεβαίνουν και στες σκοτεινές σπηλιές
του πάθους, εκείθεν όπου το µερακλίκι
διαφεντεύει τα σύµπαντα.
Εκαθούµαστε δίπλα δίπλα.
«Να παγαίνεις µε µοδίστες
και τσαγκαροκόριτσα».
«Γιατί;»
«Να παγαίνεις. Εκεί θα µάθεις.
θα σε µάθουν....
Και καµιά κλωστηρού».
«Με τσιγγάνες;»
Τον πείραζα.
«Δεν έρχουνται αυτές... Πάνε µε το συνάφι τους».
Στο Μάρκο όµως δε χάλαγαν ποτέ
κανένα χατίρι.
«Ρίξε τσιγγάνα τα χαρτιά
και πες µου την αλήθεια
θα γειάνει τάχα ο καηµός
που έχω µες στα στήθια...»
«Χαλάλι, Μάρκο».
Και του 'ριχναν στα πόδια
καρδιές... γητειές... ξανάµµατα...
Οι φοβερές αυτές γυναίκες τον λάτρεψαν.
«Δυο γυφτοπούλες στο βουνό
µάνα και θυγατέρα δυο
βοτάνια εµαζεύανε
βρίσκουν 'να λαβωµένονε».
Αχ, αυτές οι λαβωµατιές.
Μάρκος και Περιστέρης
Ο Σπύρος Περιστέρης.
Μικρασιάτης την καταγωγή,
προικισµένος περί τα µουσικά
— έπαιζε και πολλά όργανα —
έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο ρεµπέτικο.
Διευθυντής της Οντεόν,
εµάζευε µε το ζόρι τους άξιους - ενίοτε µαστουρωµένους -
και τους έχουνε στο γραµµοφωνατζίδικο
κι εκείθεν κατέγραψε την πάσαν τελετουργίαν.
Τις εξαίσιες ζεϊµπεκιές και τα χασάπικα.
Ο Μάρκος τα τραγούδια τα ήλεγε
µια κι έξω, για δίσκο.
Εξ ου και το παρατσούκλι Κοντραµπάσο.
Σε πολλά τραγούδια παίζει µπουζούκι ο Περικλής
και τραγουδάει ο Συριανός.
Η πενιά του ήτο κανταδόρικια. Μαντολινάτη.
«Τι άνθρωπος ήταν ο Περιστέρης;»
«Ήξερε µουσική... Την εδιάβαζε στις πάρτες»,
ήτο η απάντησις. Δεν επέµεινα.
Με κοίταξε στα µάτια.
«Ο χρόνος σκεπάζει τα κουσούρια».
«Φτάνει;»
«Και περσεύει. Το καλό να µένει...»
Η Μαρκετάκη και η Ανατολή
Συναχωµένη και στα ζοριλίκια της,
µου 'ρθε η Τόνια Μαρκετάκη.
«Δεν ξαναπηδιέµαι, ρε, µε ντόπιο σερνικό.
Τελεία και παύλα».
Άναψε τσιγάρο. «Μας πνίξανε τα σέσκουλα».
«Με το ρύζι δένουν...»
Και θυµήθηκα στον Άγιο Νείλο, ένα θηλυκό µάγκα
- απαλών κινήσεων σερνικό, να ξηγιόµαστε -
που έστελνε το Θανάση τον παραγιό του
να του βρει σέσκουλα στον Παρνασσό.
Και σαν 'ρχόταν µε το σακί γιοµάτο,
µας καλούσε στο µαγαζί του.
Τα 'φκιανε µε το ρύζι και παγαίναµε µε τα όργανα.
Του παίζαµε Μάρκο κι ελόγου του
µας τάιζε στο στόµα σα φασόπουλα.
Εκείνο τον καιρό, καταχρεωµένη η Μαρκετάκη
έψαχνε κεφάλαια να φιλµογραφήσει
την «Κυρα-Κυραλίνα» του Παναίτ Ιστράτι.
Κι είχε ταξιδέψει προς τούτο από Ρουµανία
µέχρι Αφιόν Καραχισάρ.
Μου ιστορούσε την Κυραλίνα
σε µεταξωτές κρεβατοκάµαρες µέσα,
σοφάδες, καθιστικά, µεθυστικά αρώµατα,
ερωτισµούς µυθικούς, πασούµια και κορδελίτσες,
σουσούµια και τσακίσµατα,
Δερβίσηδες και Γιουρούκους αρχοντοπιασµένους,
χωµένους στα µεριά της, να της τραγουδούνε αµανέδες.
Έσφιξε µια φούµα, η Τόνια, ακόµη,
και µε τήραξε καρσί στα µάτια.
Έσυρε φωνή:
«Έκατσε στο σοφά. Επήρε το σιάζι,
το κούρντισε. Χάιδεψε το µανικό.
Άναψε το ναργελέ. Τον φύσηξε. Τον πάτησε.
Και ρούφηξε.
Διπλοπόδι στο σοφά έπαιξε το κοµπολόγι.
Με τήραγε.
Ξανάπιασε το σάζι. Έπαιξε κι αλάφρωνε η ψυχή του.
Κούρνιασα κοντά του. Κάποτε σταµάτηγε.
Έπαιρνε από 'να βάζο µπινελίκι και µου το 'βαζε στο στόµα
Μετά ξανάπιανε το σάζι.
Κύλαε η ζωή.
Κύλαε το ταξίµι του Μπεχίρ
κι αλάφρωνε το µυαλό µου απ' τις έγνοιες.
Περδικούλα η ψυχή µου».
«Στο διάβολο οι τοκογλύφοι», έσκουξα ελόγου µου.
Κι η Τόνια:
«Άπλωσε το χέρι του κι ακούµπησε το δικό µου.
Να σε τηράει στα µάτια
και να σου τα σβήνει. Μπήκες;»
«Τι θα κάµεις µε την Κυραλίνα; Ήβρες το χρήµα;»
«Βάλε στο φωνόγραφο...»
Είχα τσακώσει απ' το Μοναστηράκι
ένα φωνόγραφο - βαλιτσάκι, µε µια πεντακοσάρα.
Φορτώνω το δίσκο. Αλλάζω βελόνα. Κουρντίζω.
«Πρέπει να ξέρεις µηχανή να κόψεις µαύρα µάτια...»
«Τ' άκουσες; Η µηχανή του Μπεχίρ ήταν το σιάζι
και τα µάτια του... και τα µπαµπακερά του ρούχα...»
Ο δίσκος είχε τελειώσει και η βελόνα πηγαινορχόταν.
«Μίλα µου για τον Συριανό...»
Ελόγου µου αρµένιζα προς Ανατολάς.
Σµύρνη... Ιωνία... Αϊβαλί... Κωνσταντινούπολη...
Σαντουρόβιολα... Εστουδιαντίνες... Θέατρα... Γλέντια...
Τέχνες... Εµπόρια... Στράτος Παγιουµτζής...
Σπύρος Περιστέρης... Στρατής .ούκας... Γιοβάν Τσαούς...
Ξεσηκωµός... Το κάψιµο... Ο ξεριζωµός... Η ορφάνια...
Η ξενιτιά... Τα προσφυγικά.
Κατατρεγµός κι από τους Τούρκους,
κυνηγητό κι από εδικούς.
Όσοι γλίτωσαν, φτάσανε στη µητέρα πατρίδα
κι έστησαν απ' αρχής ξανά την ελπίδα.
Απ' τ' αρχοντολόι στην παράγκα.
Πουτάνες οι Σµυρνιές...
Και το 'λεγαν κάτι ρεµάλια
που οι γυναίκες τους φοράγανε τα βρακοζώνια
µέχρι τον αστράγαλο.
Η Σµύρνη τότες ήτο το Παρίσι της Ανατολής.
Ήλεγεν ο Κυριαζής:
«Όταν έφτασαν οι Σµυρνιές εδώ,
µέσα σ' ένα µήνα, είχαµε τρεις χιλιάδες διαζύγια.
Διότι, όποιος µερακλής πήγαινε µε Σµυρνιά,
δεν ξαναζύγωνε τη δική του».
Κι έπεσε φτώχεια. .υστυχία. Ανέχεια.
Έστησαν τα προσφυγικά τους παραπήγµατα,
αλλά η ψυχή δεν το 'βαλε κάτω.
Συνέχισαν να παράγουν.
Συνέχισαν την παράδοση.
Την πάστρα.
Ο λόγος στο Μάρκο, από δω και κάτω:
«Έπαιζαν τα σαντουρόβιολα εκείνοι.
Είχαν καλούς αµανετζήδες. Ένας νταλκάς.
Εγνώριζαν τα µακάµια. Έπαιζαν και τα σιάζια.
Ήτονε καλοί άνθρωποι. Φύλλο δεν πείραζαν.
Περάσανε πολλά βάσανα. Τους κυνηγήσανε.
Σκόρπισαν δώθε - κείθε.
Στα Βούρλα, οτο Πέραµα, .ραπετσώνα.
Παντού. Σ' όλη, την Ελλάδα.
Έσβηναν στους δρόµους απ' την πείνα.
Οι γυναίκες τους εκπορνεύοντο για την ανάγκη.
Για ένα κοµµάτι ψωµί.
Αλλά ποτές, ποτές δεν έχασαν την αξιοπρέπεια τους.
Ήταν περήφανοι.
Εκεί στα Βούρλα, είχε τεκέδες. Και µπορντέλα.
Ήτο ο τεκές, ένα δωµάτιο, ένας διάδροµος.
Έβγαζε στην άλλη άκρια, στη χέστρα.
Επήγαιναν οι χασικλήδες προς νερού τους.
Εκεί οτο διάδροµο, στη σειρά, ήτονε τετράγωνα
παράθυρα συρταρωτά, στο ύφος
των γεννητικών οργάνων των αντρώνε..
Μέριαζες το συρταρωτό παράθυρο,
επληρωνες ένα τάλιρο
και σου φερµάριζε τα πισινά της
η κάθε στερηµένη προσφυγοπούλα
κι έκανες τη δουλειά σου. Και ξαλάφρωνες.
Ποτέ δε σου 'δειχνε το πρόσωπο της.
Και τα λέγανε τούτα τα µπορντέλα "Παραθυράτα'
Επήγαινα καµιά φορά και φούµερνα.
Αλλά µέχρις εκεί. .εµ' αρένανε τ' άλλα...
Ερχότουνε µια Αραπκιλί, έτσι τη λέγανε.
Ήταν από κείνες. Και µ' έβρισκε.
Βγαίνοντας από κει µέσα,
ήταν απ' όξω µ' ένα µαχαλόµαγκα
που την βάρηγε.
Του ξηγήθηκα δυο κουβέντες.
Με σεβάστηκε και σταµάτησε...
Ε, αυτή µου το χρώσταγε και 'ρχόταν...
Τι τα θυµάµαι...
Ξέρεις... Ο Στράτος... Έχει νταλκά.
Η φωνή του είναι Αϊβαλί...»
Η φωνή της Τόνιας µε ξανάφερε πίσω.
«Λες να µπορέσω να γυρίσω την
"Κυρα-Κυραλίνα" ; »
«Θα µπορέσεις».
Δίπλα στο σπίτι του Μάρκου. Παραπέρα,
έµενε σ' ένα ξύλινο παράπηγµα µια γρια.
Σµυρνιά. Έξι µήνες το χρόνο έπεφτε
σε βαθιά µελαγχολία.
Καθότουνε µέρα νύχτα σε µια πολυθρόνα.
Ζούσε σαν το σπουργίτι. Με νερό και ρεβύθια.
Έχανε το βάρος της.
Κι άπονου που έλεγες πως θα ποθάνει,
φτάναν οι άλλοι έξι µήνες.
Πεταγόταν απάνου σαν πέρδικα.
Έβγαζε απ' τα φορτσέρια
τα δαντελένια φορέµατα,
τα χρυσά δαχτυλίδια, βραχιόλα και τα σκουλαρίκια,
έµπαινε στο νερό, λουζόταν, στολιζόταν
κι έπιανε το τραγούδι. Κι είχε µια φωνή...
Και να το κοκκινάδι. Και να ο χορός.
Και να τα πασουµάκια και τα βαµµένα νύχια.
Ογδοήντα χρονώ. Έµενε µόνη µ' ένα καναρίνι.
Και σαν έπιανε το φθινόπωρο,
ξανάβαζε στο φορτσέρι τα δαντελένια φορέµατα
και ξαναγύριζε στην πολυθρόνα για έξι µήνες.
Το 'ξερε ο Μάρκος.
Και σαν έπαιζε τα ταξίµια του,
ασάλευτη τα άκουγε, πότιζε την ψυχή της
να βγάλει πέρα το χειµώνα.
Μέχρι να 'ρθει η άνοιξη, να πιάσει ξανά το τραγούδι.
Να ξαναγεννηθεί.
«Κι ο Μάρκος;»
«Σαν απόθανε η έρµη, έκανε καιρό
να ξαναπιάσει τ' όργανο στα χέρια».
Κλαρίνο, τούµπανο και µπουζούκι
Εφίλιωσε το τούµπανο και το κλαρίνο
µε το µπουζούκι.
Πρώτος έσµιξεν
τον πρωτόγονο εσαεί ήχο της τουµπάνας
µε το τρίχορδον
και στα γυρίσµατα του άσµατος
εταίριαξε το κλαρίνο.
Σοφά δεµένα
µέσα στον ασκό της παράδοσης.
Αλλά το κλαρίνο απαντιέται
σ' όλη την Ανατολή - γιατί αυτή µας ενδιαφέρει,
καθώς και το τούµπανο,
που ηχεί σ' ασίγαστους ρυθµούς
στην Άφρικα και αλλαχού.
Οµιλώ µόνον προς ανατολάς
και προς νότια,
γιατί εκεί κρατιέται το µακάµι
και η µουσική είναι αιώνων πέρασµα
και λάκτισµα ψυχής.
Ούσα η Μεσόγειος µεσοστρατίς
σ' Ανατολή και .ύση,
υπέστη φθοράς εκ .ύσεως
κι από Βορρά.
Ο Μάρκος, βέρος της Μεσόγειος,
έστησε εδικό του µπαϊράκι.
Πατάει στο δυο χιλιάδες χρόνια πριν,
βυζαίνει εξ ανατολών το γάλα,
αλλά τον ζεϊµπέκικο τον τραγουδάει
κατά τα πρότυπα µας.
Ο Βελούδιος ήλεγεν,
ο ζεϊµπέκικος είναι αρχαίος χορός
και η ετυµολογία του βγαίνει
από το Ζεύς και Μπέκος.
nostos- Supreme Member
-
Αριθμός μηνυμάτων : 3156
Τόπος : Αθηνα
Registration date : 26/08/2009
nostos- Supreme Member
-
Αριθμός μηνυμάτων : 3156
Τόπος : Αθηνα
Registration date : 26/08/2009
Απ: ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ...
Φίλε μου Γιάννη, τα συγχαρητήρια μου. Τα κείμενα σου και όλα τα λαογραφικά στοιχεία συγκλονιστικά. Για τις μουσικές επιλογές δεν έχω λόγια.
antonis63- Beautiful Member
-
Αριθμός μηνυμάτων : 208
Registration date : 12/07/2009
Σελίδα 1 από 2 • 1, 2
Παρόμοια θέματα
» ΤΟ ΕΝΤΕΧΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
» ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
» Φτωχότερο το Ελληνικό λαϊκό τραγούδι. Πέθανε η Δούκισσα (video).
» ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
» Φτωχότερο το Ελληνικό λαϊκό τραγούδι. Πέθανε η Δούκισσα (video).
Σελίδα 1 από 2
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης