delicieuses
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.

ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ...

+4
JeLa
SpIrToKoYto
Rena
nostos
8 απαντήσεις

Σελίδα 2 από 2 Επιστροφή  1, 2

Πήγαινε κάτω

ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ... - Σελίδα 2 Empty Απ: ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ...

Δημοσίευση από antonis63 Τρι Οκτ 13, 2009 3:52 am

antonis63
antonis63
Beautiful Member
Beautiful Member

Άντρας
Αριθμός μηνυμάτων : 208
Registration date : 12/07/2009

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ... - Σελίδα 2 Empty Απ: ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ...

Δημοσίευση από nostos Τρι Οκτ 13, 2009 7:56 am

ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ(ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ)

Για τον Εϊτζιρίδη
«Τον Γιοβάν Τσαούς τον γνώρισες;»
«Πώς... Αλλά δεν είχα πολλές παρτίδες.
Ήτονε µοναχικός.
Τα στιχάκια στα τραγούδια του
τα 'γραφε η γυναίκα του, το γένος Χουρµούζη.
Τα περισσότερα τα τραγούδησε ο Αντώνης Καλυβόπουλος,
ιεροψάλτης από την Πέτρα.
Ήρθε και τον µάζεψε η γυναίκα του.
Εγύρισε στο ψαλτήρι.
Τα όργανα του τα 'φκιανε ο Λαζαρίδης.
Τραγούδι και όργανο. Κάτι σαν τα σιάζια.
Απόθανε από δηλητηρίαση στην κατοχή. Από ψάρι.
Φραγκοράφτης ήτονε.
Κι έµενε δίπλα στο σταθµό στον Πειραιά.
Τ' απογέµατα έπιανε το όργανο κι έπαιζε.
Επήγαιναν κι άραζαν οι πρεζάκηδες στα βαγόνια,
να τον ακούνε.
Γιάννη Εϊτζιρίδη τον ελέγανε.
Αλλά του 'µεινε το τσαούσης γιατί επήγε
ταχτικός στον στρατό».
«Λένε πως κάποιος σουλτάνος,
τον τσαούση και τον αµανετζή Μπουχράµ
τους πέρασε αµουνούχιγους στο χαρέµι
επειδή τους γούσταρε. Χαλάλι σας οι γυναίκες µου !
Έτσι τους είπε».
«Το 'χω ακουσµένο».

Το βάσανο και το µεράκι

Σε κάτι παλιά τετράδια,
χαρτάκια,
σε κουτιά τσιγάρα,
έφκιανε τα «στιχάκια» του.
Έτσι τα 'λεγε.
Δεν εκαταδεχότουνε
να τα πει στίχους.
Τα 'λεγε και «τραγουδάκια».
Η υψηλή ποίηση που βγαίνει,
που πηγάζει από κει µέσα,
δεν χρειάζεται συστάσεις.
Ούτε ο Μάρκος έχει ανάγκη
τα «τραγουδάκια» του.
Ούτε τα «στιχάκια» του, το Μάρκο.
Γιατί ο δηµιουργός και οι φύτρες του
είναι δύο οντότητες σε µία.
Ή µία σε δύο.
Όπως το πάρεις.
Διότι την σήµερον, θωρώ
συνθέτες ή στιχουργούς ερµολούλουδους
που καµώνονται σαν σκιάχτρα
για τα κενά πονήµατα τους
και κονοµάνε.
Επαγαίνανε κάτι τέτοιοι
και του ζητούσανε τραγούδια.
Τα διάβαζαν
και µετά του 'λεγαν να τα διορθώσει.
Φαντάζεστε ένα γλύπτη
να θέλει να διορθώσει την Ακρόπολη;
Χάσαµε τον µπούσουλα....
Δι ο και ο κατήφορος.
Γράψανε οι ποιητές για το φεγγάρι,
και τι δε γράψανε...
Γράφουνε οι στιχάκηδες για το φεγγάρι
παρλαπίπες.
Στα τελευταία του,
τραβάει η ψυχή του
µια τραγουδάρα για το φεγγάρι,
που σπάει κόκαλα.
Στίχους, µουσική και το τραγουδάει.
Σε µικρό δισκάκι. Χασαπιά νυχάτη.
Είναι αριστούργηµα σύλληψης.

«Χιλιάδες χρόνια στα ψηλά
συντρόφους έχεις τ' άστρα
απόφευγε τηνε τη γη γιατ'
είναι ξελογιάστρα.

Ποτέ µη θες, φεγγάρι µου,
ανθρώπους να γνωρίσεις
γιατί τα βάσανα της γης
κι εσύ θα τ' αποχτήσεις.

Ανθρώπου µάτι µη σε δει
φεγγάρι µου να ζήσεις
γιατί αν είσαι λαµπερό
χωρίς να θες θα σβήσεις.

Κάτσε στην ησυχία σου
και µες στη µοναξιά σου
όλοι της γης ζηλεύουνε
να δούνε τα καλά σου.

Παρτίδες µε τους ανθρώπους
σ' το λέγω µην ανοίξεις
γιατί σκληρά θα πληγωθείς
και θα µετανοήσεις.

Οι άνθρωποι είναι κακοί
στη γήινη τη σφαίρα
κι από την γη δεν πρόκειται
να δεις µιαν άσπρη µέρα.

Πίκρες, καηµούς και βάσανα
θα έχεις πρώτοι φίλοι
ποτέ δεν θα γελάσουνε
τα δυο γλυκά σου χείλη.

Κι αν είσαι τόσο πλούσιο
µην έχεις µπιστοσύνη,
οι άνθρωποι δεν γνωρίζουνε
ποτές τους καλοσύνη.

Λεύτερα πουλιά
Το ρεµπέτικο τραγούδι
τα χωράει όλα µέσα.
Και δεν του ταιριάζουν ρετσέτες
διάφορων µουσικολόγων, ρεµπετολόγων
και άλλων τινών αλουβρέχηδων πλιατσικολόγων.
Το 'πανε λούµπεν και διάφορα άλλα τέτοια.
Δεξιόφρονες και αριστερόφρονες το εκυνήγησαν.
Αλλά αυτοί που το 'φκιασαν και το 'ζησαν
ήσαν λεύτεροι και ακαπέλωτοι.
Ή φορούσαν την εδικιά τους τραγιάσκα.
Είναι τούτα τα ασµάτια,
στους ορίζοντες µέσα της υψηλής ποιήσεως,
της καρδιάς που κτυπά
το βάσανο και το µεράκι.
Δεν είναι περιθωριακά,
µήτε κεντροµόλα.
Λεύτερα πουλιά είναι.
Στα γυρίσµατα στης µοίρας του ανθρώπου πετάνε.
Φτερακίζουν. Πλαταγίζουν ασίγαστα.
Μοιρολογούνε. Κελαϊδούνε την νταλµίρα και την φυλακή.
Τον έρωτα και το θάνατο.
Τη µάνα . Τα σύµπαντα.
Πρωτοπλάστης τούτων των αισθηµάτων,
των ανθρώπων αυτής της µοίρας,
Μάρκος ο Συριανός.


Το ταξίδι που δεν ήρθε
Του 'χε ταγµένο η Αγγελική Κάιλ
να τον ξελερώσει — σιγά το λέρωµα! —
να του βγάλει διαβατήριον
και να τον πάγει Αµερική µεριά,
να διδάξει στα εκείθεν πανεπιστήµια.
Το τάµα το 'δεσε κόµπο.
Έφκιασε χασάπικη παντελόνια,
την κιµπάρικη φανέλα,
σακακιά
και τραγιάσκα.
Τα κρέµασε κι επερίµενε.
«Θα πάω κατά πέρα να τους τα πω.
Όσα µου στάλαξε ο βίος».
Ήτο η ψυχή του λαβωµένη.
Όπως το πουλί το χτυπηµένο στο φτερό.
Ταξίδεψε και εταξίδεψε τον ντουνιά
µε τα «τραγουδάκια» του.
Το επερίµενε το πέρασµα στην Αµέρικα.
«Εκεί έχω την φορεσιά.
Βλάµικη. Και περιµένω.
Μου το 'ταξε».
Η µπέσα στους παλιούς εκείνους
ήτο Τιµή.
Ο Λόγος εκρατείτο,
ο ντουνιάς όµως εγύριζε
ανεπαισθήτως ανακούρκουδα.
Λογοτιµήτες και µερακλήδες
εξεχάστηκαν από τον αδίστακτο ρέφουλα
των παραδόπιστων καιρών.
Κι έµεινε στο περίµενε....
Δύο χρόνια πριν αποθάνει,
ήθελε να πάει σε µοναστήρι.
«Να πάω. Να πω
αυτηνού του ηγούµενου,
βάλε µε µέσα. Εκεί. Σε µια γωνιά.
Δε θα 'µαι βάρος .
Ένα πιάτο φαγάκι. Ό,τι να 'ναι.
Να συχάσω.
Μέχρις να πάω κατά κάτω...»
Εκείνες τις ατέλειωτες µέρες,
που δεν περνάγανε.
Εκείνες τις µεγάλες νύχτες,
που αργούσε να ξηµερώσει,
που ήτονε
µπατίρης και µερακλωµένος,
επαγαίνανε και τον βλέπανε
ο Κεροµύτης,
ο Άκης Πάνου
κι ελόγου µου.
Από τα τραγούδια του κονόµαγαν στα κέντρα
επίδοξοι λαρυγγόφωνοι
πλιατσικοκούδουνοι.
Κι ο Γενάρχης στην απ' όξω.
Να περιµένει το ταξίδι.
«Έχω καηµούς αγιάτρευτους
βαθιά στα φυλλοκάρδια
και πάντα µελαγχολικό
µε βρέσκουνε τα βράδια».
Το ταξίδι που επερίµενε και δεν ήρθε.
Κι η φορεσιά έµεινε αµανάτι
για το άλλο ταξίδι.
Το παντοτινό.


Ο Μπαχ της Ελλάδος
Ενθυµούµαι συχνά τη φωνή του,
στις κουβέντες που φκιάναµε.
Τι να τα κάµεις τα γράµµατα.
Τα γράµµατα αγράµµατους γεννούνε,
το ξανάπα.
Όταν ο Εγγονόπουλος
ξεκίναγε της ψυχής του την ανάσα
µ' ένα «τραγουδάκι» του Μάρκου...
Όταν ο Θέµελης
έµπαινε στα µύχια του Σοπέν,
µε τα ασµάτια του πρωτίστως...
Ο Κατράκης τον είχε µπάλσαµο
κι όταν ο Ντασέν τον πρωτάκουσε,
είπεν, ο Μπαχ της Ελλάδος.

Ο Πρίγκιπας

Γιάννης Κυριαζής ύπηρξεν
ο Πρίγκιπας του ρεµπέτικου.
Ο Στράτος Παγιουµτζής
τον ήλεγε Γιατρό
κι ο Μάρκος, Μαυρή.
Είχε χρόνιο πνευµονικό οίδηµα
κι απόθανε βασανισµένος.
Στα τελευταία του,
του έδωκα καµιά κατοστή τραγούδια του Μάρκου.
Ήτο στο Διόνυσο,
σ' ένα νοσοκοµείο για καθαρό αέρα
και τα 'χε µόνη συντροφιά του.
Επίσης είχα δώκει δύο κασέτες ακόµα
στον Εγγονόπουλο.
Έσπασε την χρόνια σιωπή του
κι ένα πρωί µου τηλεφώνησε.
«Ακριβέ,
σας ευχαριστώ εκ βάθους καρδίας. Υπάρχουν κι άλλα. Ήβρατε δίσκους;» «Υπάρχουν και θα τα λάβετε».
«Να µου τα στέλνατε λίγα λίγα,
για να µην στερέψουν...»
Κι ο Κυριαζης
άκουγε και ξανάκουγε το
«Όλοι οι ρεµπέτες του ντουνιά», ψιθυρίζοντας,
κατάκοπος στο σανατόριο:
«Αυτό το τραγούδι
αξίζει δυο χιλιάδες φόνους».
«Φόνους, Γιαννάκη;»
«Που λέει ο λόγος...»



Η Πρώτη γυναίκα


Ήτο µαγευτική.
Και την αγαπούσε παθολογικά.
Νταλκαδιασµένος σφόδρα.
Αλλά το µεροκάµατο. Το πάθος του για το όργανο.
Τα ξενύχτια καθώς και τα εννοούµενα αποδέλοιπα
τον τράβηξαν κατά κείθε.
Ο ερωτάς του και οι αναποδιές της ζωής,
η λατρεία που του έδειχναν άλλες γυναίκες
— στην κυριολεξία έπεφταν στα πόδια του —
του στάλαξαν ζόρικα την µοναξιά, τα πάθια και τα βάσανα.
Τότες δεν έβγαιναν λεφτά µε το όργανο
και οι δίσκοι στην πιάτσα πολύ λίγοι.
Τους έπαιρναν οι φωνογραφιτζήδες
και µε τον φωνόγραφο εγύριζαν τις γειτονιές
για δεκάρες που έπεφταν µέσα στο καπέλο.
Όµως το «Έπρεπε ρε µάγκα µου να 'ρχόσονν στον τεκέ µας»
πούλησε 7.ΟΟΟ δίσκους,
τότες που αν πουλιόντουσαν 3ΟΟ ήτο επιτυχία.
Τα τραγούδια τ' άκουγαν οι φορτηγατζήδες
σε Αθήνα και Περαία, στα κέντρα,
και το άλλο βράδυ τραγουδώντας τα,
παγαίνοντας στη Θεσσαλονίκη,
τα µάθαιναν στους Σαλονικιούς.
Το όργανο λοιπόν,
και το πάθος του γι' αυτό, τον απολάκτισε από
πρώτη γυναίκα και τα σχετικά συµπαροµαρτούντα.
Καταλάγιασε η ψυχή του
µε τη δεύτερη γυναίκα του,
που αφαντάστως εκτίµησε και αγάπησε.
Εκείνη, που του χάρισε τρία βλαστάρια
για τα οποία καµάρωνε
και τα µεγάλωσε µέσα στην στέρηση.

Ξανά στα ζόρια

Στην δεκαετία του '60, ο Μάρκος βρίσκεται ξανά στα ζόρια.
Εχει πέσει ως ακρίδα ενταύθα
η ινδοπρεπής µουσική.
Ταινίες κατακλύζουν τα σινεµά, µε εκ των Ινδιών πονεµένες
πρωταγωνίστριες,
που άδουν και πάει ο θρήνος σύννεφο. Τα µαγνητόφωνα
στήνονται στις αίθουσες.
Επίδοξοι «συνθέτες» αρπάχνουν το ασµάτια
και τα τραγουδάκια ξεπετιούνται
ως τα µεγαρίτικα κλωσσόπουλα.
Η «λαϊκή» µουσική τραβάει το δρόµο της
και η παραχάραξη των αυθεντικών ακουσµάτων συνεχίζεται.
Τραγουδιστές ξεπετιούνται ως µανιτάρια. Στο περιθώριο και στην ανέχεια ο Συριανός. Πότε παραπότε,
µε την κοµπανία του
σκάει µύτη και βγαίνει στη γύρα.
Μαζί του ο Στέλιος. Ο Ντοµινίκος.
Κι ένας εκλεκτός επιστήθιος φίλος.
Έλκει µικρασιάτικη ρίζα.
Τραγουδάει τους αµανέδες σέρτικα. Κοντολογής, σπουδαία φωνή.
Ο Μιχάλης Χατζηαντωνίου.


Στον Ντοµινίκο ο λόγος
«Έχει πέσει µαζί µε την αφραγκία και το φθινόπωρο.
Σεπτέµβρη 14. Το '62.
Τους βρέσκει στην Πάρο.
Πανηγύρι στους Σταυρούς.
Επήγανε σ' ένα µαγαζάτορα.
Είχε ταβερνείο,
κλείσανε συµφωνία.
"Φαγάκι και η χαρτούρα δική µας ".
Από νωρίς το µαγαζί φισκάρισε.
Κι έγινε γλέντι µέγα.
Εκεί κατά τις 2.30, τελειώσανε.
Κλείσανε τα όργανα
και τράβηξαν σ' ένα τραπέζι να φάνε.
Φωνάζει ο Μάρκος τον µαγαζάτορα.
"Τι έχεις, φαγάκι;"
"Έχω κάτι καλαµάρια και µελιτζάνες µπαϊλντί".
«Φέρ' τα».
Τα καλαµάρια µπαγιάτικα και οι µελιτζάνες
ήσανε ξεχασµένες στο ψυγείο βδοµάδα και βάλε.
Ψιλοτσίµπησαν τα καλαµάρια.
Τις µελιτζάνες, που δεν τις καταδέχτηκε ουδείς άλλος,
τις περίλαβε ο Συριανός.
Απόφαγαν και τράβηξαν για το ξενοδοχείο.
"Πάνδροσο" το λέγαν.
Πλάγιασαν και το πρωί,
µαζεύτηκε η κοµπανία για καφέ. Γαλατάκι.
"Ρε συ, που 'ναι ο Μάρκος; Τράβα να δεις".
Πάει ο Στυλιανός.
"Μάρκο;"
"Πού είναι ο η Βόγια;"
Ήτανε η τραγουδίστρια.
"Κάτου είναι".
"Πες της να 'ρθει".
"Τι τη θες;"
"Εκείνες οι µελιτζάνες µε ρηµάξανε.
Εχέστηκα. Πες της να 'ρθει να µε καθαρίσει".

Σαχλί Μπαχλί
«Αύγουστος '62. Μύκονος.
Στο Σαχλί Μπαχλί.
Ένας αξιωµατικός του Λιµενικού,
που εφύλαγε κάθε βράδυ ντεπόζιτα µε πετρέλαια,
την κοπάναγε και τράβαγε στο κέντρο
όπου βάραγε τα τέλια η κοµπανία.
Με το που πήγαινε, άρχιζε:
"Τι θέλετε να σας κεράσω;"
"Δε θέλουµε τίποτα ".
Έφευγε και ξαναγύρναγε δρυµύτερος.
"Να σας κεράσω".
"Δεν θέλουµε".
"Επιθυµώ να σας κεράσω".
Ο Μάρκος δεν έπινε.
Αλλά για να τον ξεφορτωθεί:
"Φέρε δυο µπίρες".
Πάνε τις µπίρες.
Σε κάνα τέταρτο, ξανακοπιάζει.
"Τι θέλετε να να σας κεράσω;"
"Μας κέρασες".
"Να ξανακεράσω".
Ο Μάρκος άρχισε να ζορίζεται.
"Ήπιαµε στην υγειά σου. Φτάνει".
Ετελείωσε η δουλειά στις τρεις.
Απέναντι στο κέντρο είχε γαλατάδικο.
Του Νικήτα. Στο λιµάνι.
Τράβηξαν για κει.
Απάνου στα ροφήµατα, κόπιασε ο λιµενικός.
"Τι θέλετε να σας κεράσω;"
"Αφού πίνουµε γάλα. Τι να µας κεράσεις;"
"Θέλω να σας κεράσω , κυρ-Μάρκο".
"Κέρασε το γάλα. Αφού θέλεις".
Εκέρασεν. Έφυγε.
Και στο τέταρτο πάνω, µαταγύρισε.
"Θέλω να σας κεράσω".
"Ε, πάαινε απέναντι στο ζαχαροπλαστείο
και πάρε έξι αµυγδαλωτά".
Ο οποίος πήγε τα 'φερε και τα φάγανε.
Σ' ένα δεκάλεπτο, ξανακόπιασε.
"Τι να σας κεράσω;"
Εφρίαξεν ο Χατζηαντωνίου.
"Δε θέλουµε άλλο, χριστιανέ µου.
Αυτά είναι υπεραρκετά. Ευχαριστούµε".
Αλλά ο Μάρκος µπαίνει ξαφνικά στο παιχνίδι.
"Αφού θέλεις να µας κεράσεις ξανά,
άιντε φέρε έξι γιαούρτια
και µια ζαχαριέρα. Γεµάτη ζάχαρη, ε;"
Πάει µέσα και φέρνει. Έξι γάλατα. Έξι γιαούρτια, και την ζαχαριέρα κάργα ζάχαρη.
Πιάνει ο Μάρκος και βάνει έξι κουταλιές ζάχαρη
στο ποτήρι του.
Βάνουν και οι άλλοι από µια-δυο
και µετά, όση ζάχαρη είχε µείνει, την ρίχνει όλη µέσα στο ποτήρι του και βουτώντας παπάρες, το πίνει.
"Να κεράσω πάστες;"
"Όχι! έγρουξαν οι άλλοι".
"Κερνά",
έδωκε παραγγελιά ο Συριανός.
Ήρθαν και οι πάστες.
Τις ξεπάστρεψε.
Και σαν πήγαιναν για ύπνο,
ο λιµενικός τους περίµενε στην είσοδο. "Ένα κερασµατάκι;"
Μπαφιασµένοι οι άλλοι εµπούκαραν στο ξενοδοχείο.
Ο πειρασµός δεν άφηνε το Μάρκο.
"Τι κέρασµα;"
"Σπιτικό. Βυσινάκι. Ιδού το βαζάκι.
Πάρ' το, κυρ-Μάρκο. Απ' τα χέρια της µανούλας µου". Επιτόπου του 'δωκε και κατάλαβε.
Ο λόγος στο Μάρκο τώρα:
"Έτσι κληρονόµησα το ζάχαρο..."»

Ο κήπος και η παλαµίδα

Τότες, η φαµίλια έµενε
στ' Άσπρα Χώµατα.
Το κονάκι του Χατζηαντωνίου ήταν
προς Πέτρου Ράλλη µεριά,
καµιά χιλιάδα µέτρα
απ' του Μάρκου.
Είχε κήπο µε βραγιές φίσκα —
κρεµµυδάκια, µαρούλια,
µόσχο, άνηθο,
φασουλιές, µπάµιες, κολοκυθάκια — στολισµένον µε ηλιοτρόπια, καντουφέδες,
βασιλικούς, γαρούφαλα και µια µελισσοσυκιά.
Εδουλεύανε στου Θωµά στην Καβάλας.
Και πέρναγε κάθε µέρα ο Μάρκος
για να πάνε µαζί στο κέντρο.
Αφού εθαύµαζε στον κήπο καµπόσο,
του ήλεγε:
«Ρε Μιχαλάκη, βγάλε δυο κρεµµυδάκια
να τα φάω µε την φάβα που έφκιασε
η κυρα- Βαγγελιώ το µεσηµέρι».
Ο Μιχάλης δεν του χάλαγε χατίρι.
Την άλλη µέρα:
«Μου βγάζεις δυο-τρια κρεµµυδάκια και κάνα µαρουλάκι;
Τα φρέσκα φκιάνουν καλή σαλάτα». Ξερίζωνε ο Μιχαλάκης.
Πάντα ορεξάτος ο Μάρκος.
Στο µήνα πάνω....χέρσος ο κήπος! Αλλά ύπηρχεν και η συκιά. Επιφυλακή, γιατί έκανε ζαβολιές. «.ε µου κόβεις λίγα συκαρέλια;»
«Μα, κύριε Μάρκο, έχετε ζάχαρο.
Δεν κάνει».
«Κόψε πεντ-έξι, να τα πάω
στην κυρα-Βαγγελιώ».
Του έκοβε, αλλά τα σύκα δεν φτάναν σπίτι.
Στο δρόµο τα έτρωγε.
Την άλλη µέρα,
ρωτούσε ο Χατζηαντωνίου την κυρα-Βαγγελιώ:
«Σου 'φερε ο Μάρκος τα σύκα που του 'δωκα;»
«Μπα. Τα έφαγε στο δρόµο...»
Φύγανε από τ' Άσπρα Χώµατα
και κονέψανε πιο πάνω, προς Νίκαια,
κάτω απ' το Περιβολάκι,
σε γειτονία µε τον Χατζηαντωνίου.
Στο σχολείο της Κλεάνθου.
Απέναντι στη .αιδάλου.
Μίαν ηµέραν κόπιασε στο σπίτι του Μάρκου.
Γινότουνε καβγάς µέσα.
Η κυρα-Βαγγελιώ ήτο στα ντουζένια της.
Και τον εµάλωνε.
«Γιατί µου τον στενοχωράς;»
«Άκου να δεις τι έκαµε, Μιχάλη.
Είναι άρρωστος και δεν κάνει να τρώει οτιδήποτε.
Επήγα στον ψαρά και του έκαµα σουπίτσα.
Και επίσης επήρα µια παλαµίδα για τα παιδιά.
Έφαγε τη σουπίτσα.
Την παλαµίδα την 'τοίµασα,
για να τηνε βρούνε τα παιδιά,
γιατί έπρεπε να πάω στο γιατρό.
Η µέση µου, πανάθεµά τη.
Εγύρισα. Ψάχνω για παλαµίδα,
φτερά η παλαµίδα.
"Τι έγινε Μάρκο; Πουλί;"»
«Την έφαγα».
«Κάνει η παλαµίδα για το ζάχαρο;»
«Επείναγα. Τι να κάνω; Ν' αποθάνω της πείνας;
Αφού πεινάω;»
ΝΤΟΜΙΝΙΚΟΥ ΜΝΗΜΕΣ

«Ήµουνα στρατιώτης. Στην αεροπορία. Στο Τατόι, 1971.
Έβγαινα κάθε µέρα.
Είχε φτιάξει κεφτέδες η µάνα µου. Μπόλικους.
Φτάνω σπίτι στις τέσσερις. Τρώω το µερίδιο µου.
Αφήνω για τον Στέλιο και τους άλλους το δικό τους.
Πέφτω και πλαγιάζω,
γιατί δούλευα σε µαγαζί τα βράδια.
Εκεί που λαγοκοιµόµουνα, ακούω θορύβους.
Σηκώνουµαι σιγά σιγά,
γιατί είχαµε ψυλλιαστεί ότι παγαίνει στη ζούλα
και τρώει από τα απαγορευµένα.
Σκάω µύτη στην κουζίνα.
Και τον βλέπω.
Είχε βάλει κάτω τους κιοφτέδες
— έτσι τους έλεγε —
και τους άλλαζε τον αδόξαστο.
"Δεν ντρέπεσαι λιγάκι; Θα πάθεις ζηµιά.
Ρε πατέρα, γιατί;"
Δεν οµίλησε. Σαν παιδάκι που είχε φάει το γλυκό
από το βάζο της µάνας του, κατέβασε το κεφάλι.
Μετά από δυο µέρες έπεσε σε κώµα.
Το πρώτο κώµα ήταν τότες
που του 'χαν τάξει να πάει στην Αµερική.
Το τρίτο ήταν το τελευταίο.
Έκανε παιχνίδι µε τους κεφτέδες.
Τους εγούσταρε.
Έτρωγε πενήντα στην καθισιά. Άµα είχε.
Με τις δίαιτες είχε εξασθενήσει ο οργανισµός του.
Τα δίκια του, δίκια του.
Αλλά και το ζάχαρο, ζάχαρο.
Αυτά το 1970.


Συνεχίζει ο Ντοµινίκος
»Μετά το κώµα,
τον βάλαµε στο νοσοκοµείο.
Εκεί στον Πειραιά.
Πήγε ο Χατζηαντωνίου να τόνε δει.
"Κύριε Μάρκο, τι τραβάει η όρεξη σου;
Τι θέλεις να φας;"
Πετάχτηκε η κυρα-Βαγγελιώ:
"Τίποτα. δεν πρέπει να φάει τίποτα.
Απαγορεύεται".
Τινάχτηκε από το κρεβάτι.
"Άσ' τηνε αυτή να λέει ό,τι θέλει.
Πετάξον και φέρε µια µερίδα λουκουµάδες".

Ντοµινίκος αφηγείται

Γενάρης του 1963, στην Καρδίτσα.
Είχαν πάλι πάει µε την κοµπανία.
Για ενάµιση µήνα.
Ένα Σαββατόβραδο, το µαγαζί ήταν φίσκα.
Πήγαν σερί στο πάλκο, δίχως ανάσα.
Σαν τέλειωσαν, κατά τις τρεις,
εκατέβηκε για να τσιµπήσει.
Και εκεί που έτρωγε, του λέει ένας από µια παρέα:
"Σε παρακαλώ, κυρ-Μάρκο,
να παίξεις πάλι το Ένας Μάγκας στο Βοτανικό". Το είχε πρωτολανσάρει. Το είχε παίξει
µε κείνο το φοβερό ταξίµι στην αρχή
και το τραγούδαγε καταπληκτικά.
Βέβαια, το είχε πει και ο Καζαντζίδης µετά, αλλά δεν το συζητάµε. Έπρεπε να το ακούσεις από το Μάρκο. Μυσταγωγία.
Όταν τραγούδαγε, είχε ένα περίεργο πράµα
µε το ρυθµό. Σε σήκωνε και χόρευες.
Το άκουσα - και δάκρυσα –
πρώτη φορά τον πατέρα µου να το λέει
στη «Φωλιά». Με τον Τσαουσάκη.
Πρέπει να ήταν το 1965. Ήµουν δεκατεσσάρων χρονών. Τον άκουσα για πρώτη φορά
να παίζει σε µαγαζί και να τραγουδάει.
Δεν είχα ξαναπάει.
Τον είχα συνοδέψει παλιά σε πανηγύρια. Παρεούλα. Όταν ήµουν εφτά-οχτώ χρονών. Μετά έπαψε αυτό και πήγα και τον άκουσα πρώτη φορά µεγάλος.
Είχα άλλη αίσθηση για τον πατέρα µου πια. Ήµουν πιο µεγάλος.
Πιο ώριµος.
Τραγουδούσαν όλοι.
Μα µόλις έβγαινε ο Μάρκος
κι έπιανε το µπουζούκι και τραγούδαγε,
ήταν άλλο πράµα.
Του ζήτησε λοιπόν το Ένας µάγκας στο Βοτανικό.
Ο Μάρκος είχε κατέβει να φάει τυρόψωµο.
Αυτός εξακολουθούσε να τον παρακαλάει.
Του λέει:
"Εγώ τελείωσα. Εσχόλασα.
Δεν µπορώ να παίξω άλλο ".
Ελόγου του συνέχισε τις παρακλήσεις.
"Κυρ-Μάρκο, ήρθα από ένα χωριό,
µακριά από την Καρδίτσα, για να σ' κούσουµε".
Του ξαναλέει:
"Τέλειωσα. .εν ξανανεβαίνω στο πάλκο.
Παρ' το χαµπάρι".
Συνέχισε τις παρακλήσεις.
Οπότε σηκώνεται ο Μάρκος,
όπως ήτανε ψηλός και γεµάτος,
και του λέει:
"Και να µε γαµήσεις,
δεν ξανανεβαίνω να παίξω.
Αύριο πάλι".
Τα µάζεψε αυτός και πήγε κι έκατσε
στην καρέκλα.
Όταν κατέβαινε και καθότανε για να φάει,
δεν µπορούσε άνθρωπος
να τον κουνήσει.
Τελετουργία.
nostos
nostos
Supreme Member
Supreme Member

Άντρας
Αριθμός μηνυμάτων : 3156
Τόπος : Αθηνα
Registration date : 26/08/2009

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ... - Σελίδα 2 Empty Απ: ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ...

Δημοσίευση από nostos Τετ Οκτ 14, 2009 8:34 am

MΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ-(ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ)

Ο Ντοµινίκος θυµάται
«Μύκονος του 1962.
Στην ίδια περίοδο µε τα προηγούµενα συµβάντα
Μαζί µε τον Χατζηαντωνίου, τον τραγουδιστή του.
Του οποίου οι γονείς καταγόντανε από Μικρασία.
Αυτός γεννήθηκε εδώ, στην Ηλιούπολη.
Στο πάλκο πάνω.
Έρχεται ένας πελάτης.
Έδωκε µια χαρτούρα
για να του παίξουν κάποιο τραγούδι του Καζαντζίδη.
Εκείνη την εποχή ήταν «Το τελευταίο βράδυ µου».
Ο Χατζηαντωνίου γυρίζει και του λέει:
"Κύριε Μάρκο, έχουµε µια παραγγελιά.
Ο πελάτης έχει πληρώσει".
"Καλά. Άσ' τόνε".
Αφού παίξανε τρία -τέσσερα τραγούδια
και δεν παίξανε την παραγγελιά,
του Καζαντζίδη το τραγούδι,
πήγε ο πελάτης και παραπονέθηκε.
"Αφού παίζουτε τόσα τραγούδια,
γιατί δεν παίζουτε
και την παραγγελιά που σας έδωσα;"
Και ο Συριανός:
"Ολόκληρος Μάρκος είµαι.
Καζαντζίδη θα σου παίξω;"


Ντοµινίκος στα ντουζένια
«Γενάρης 1963.
Στην Καρδίτσα.
Είναι την ίδια εποχή µε το προηγούµενο περιστατικό.
Μένανε σ' ένα ξενοδοχείο µέσα στην πόλη
και τουαλέτα δεν είχαν τα δωµάτια.
Και του λέει του ξενοδόχου:
"Εγώ υποφέρω µε τα νεφρά µου"
— παραµύθι ήταν — ".εν µπορώ να βγαίνω
δυο τρεις φορές την νύχτα να κατουρήσω".
Του πήγε ένα δοχείο για την ανάγκη του.
Και το βάφτισε ο Μάρκος "Ζιρλανταµπάς".
Ένα βράδυ που πήγε να πλαγιάσει,
ο ξενοδόχος είχε ξεχάσει να βάλει
κάτω απ' το κρεβάτι το δοχείο.
Και βγαίνει έξω ο Μάρκος
να τον βρει για να του το φέρει,
αλλά αυτός κοιµότανε.
Δίπλα του είχε έναν νιπτήρα.
Και λέει:
"Μένιο, τον Ζιρλανταµπά τον εξέχασες σήµερα".
Ύπνο βαθύ ο Μένιος.
"Κερατά. Θα σου σιάξω την γραβάτα.
Για να µάθεις να µην ξεχνάς ".
Κι εκατούρησε µέσα στον νιπτήρα.


Ντοµινίκου συνέχεια
»Ο Μιχάλης του είχε γράψει
τη µισή αυτοβιογραφία.
Και είχε τραγουδήσει στην Νιου Μποξ
ορισµένα τραγούδια µε µεγάλη επιτυχία.
Ήταν ο τραγουδιστής του συγκροτήµατος του Μάρκου,
εκείνο τον καιρό.
Με µεγάλη επιτυχία, τα τελευταία χρόνια.
Μετά διορίστηκε υπάλληλος στο .ήµο Νικαίας.
Επιστάτης στους εργάτες.
Πολύ καλός τραγουδιστής. Γνώστης των αµανέδων.
Τραγουδισταράς. Και πιστός φίλος, στις δύσκολες
στιγµές του πατέρα.

Ντοµινίκος αφηγείται

Γία τα πουλιά, είχε έρωτα.
Είχε πάθος. Τότε που ήµουνα παι-δάκι,
θυµάµαι, είχε δυο γαϊδούρια,
και είχε στήσει χασάπικο και µανά-βικο στο υπόγειο.
Όπου έστελνε εµάς.
Φορτώναµε µε τον Βασίλη,
πατάτες, ντοµάτες
και κάναµε την γύρα.
Μέχρι τα κρατικό νοσοκοµείο της Νίκαιας.
Ο πατέρας είχε πάει στη Σύρα. Για δουλειά.
Έστελνε από κει εµπορεύµατα και µαναβική
και πήγαινε η µάνα µου και τα 'παιρνε.
Μια φορά την ειδοποιούν και πάει.
Και βλέπει µια µοτοσικλέτα τρίκυκλη,
γιοµάτη κλουβιά.
Και στα κλουβιά µέσα, κάργα πουλιά.
Εκατοντάδες πουλιά.
Τα φέρνει. Αρχίζει να φωνάζει:
"Εµείς δεν έχουµε να φάµε,
αυτός πάει κι αγοράζει πουλιά.
Και κλουβιά µεγάλα.
Αυτά κοστίζουνε".
Τα 'βαλε στο υπόγειο
και τα καθάριζε κάθε µέρα.
Παρ' όλα αυτά, βρόµα.
Έφερνε και κουνέλια. Και γλάστρες λουλούδια.
Η κυρα-Βαγγελιώ άνοιγε τα κλουβιά,
στα κρυφά, τις πορτούλες,
και ένα-ένα, σιγά-σιγά, φεύγανε...


Πάντα Ντοµινίκος
»Ο µόνος που έχει ερµηνεύσει καλά Μάρκο
είναι ο Μπιθικώτσης.
Θυµάµαι, παιδάκι δώδεκα-δεκατριώ ετών,
τον Γρηγόρη Μπιθικώτση
µε τον Νίκο Καρανικόλα,
που έπαιζε µπουζούκι.
Πηγαίνανε και κάνανε πρόβα µε τον Μάρκο.
Είχε κατέβει ο Τάκης Λαµπρόπουλος,
περίπου το 1960,
να δει το Μάρκο
και είχε φέρει και τον Μπιθικώτση,
για να ακούσει τα τραγούδια του.
Τότε δεν ήταν τίποτα.
Θυµάµαι ότι ο πατέρας είχε παίξει
την "Άτακτη ", για να το τραγουδήσει
και εκείνου δεν του άρεσε.
Και του λέει ο Μάρκος:
"Γρηγόρη, πες αυτό το τραγούδι
και θα γίνεις πασίγνωστος".
Δεν ήθελε.
"Καλά. Άσ το. Πες την Φραγκοσυριανή".
Τους άκουγα από πάνω. Κλεφτά. Ντρεπόµουνα.
Παιδάκι πράµα.
Τον ρώταγε ο Γρηγόρης:
"Θα γίνω κάποια µέρα κάτι;"
"Μ' αυτό το τραγούδι θα γίνεις µεγάλος.
Με µένα που έχεις µπλέξει..."
Και πάνω σ' αυτή την υπόθεση,
στην άψα της, του λέει:
"Να! ΙΙάρ' το. .ικό σου".
Επρόκειτο για τα "Τα δυο σου χέρια πήρανε".
Του το χάριζε.
Αλλά κάτι έγινε µετά και ο Μάρκος άλλαξε γνώµη.
Και τα 'παιρνε τα ποσοστά.
Έπαιρνε τα λεφτά,
αλλά το τραγούδι ήταν στ' όνοµα του Γρηγόρη.
Μετά επανήλθε το τραγούδι στον Μάρκο.
Ο Μπιθικώτσης τραγούδησε πολλά τραγούδια του.
Τον χαρακτήριζε σαν τον Σωκράτη.
Τον Πλάτωνα της λαϊκής µουσικής.
Ο κορµός και οι άλλοι τα κλαριά του.
Κατ' εµέ, είναι απ' τους καλύτερους εκφραστές
των τραγουδιών του.
Δεν έχει βρεθεί άλλος
κι ούτε πρόκειται να βρεθεί.
Άφησε ιστορία κι είναι καλός τραγουδιστής.
Ρεµπέτης. Φοβερός.
Μετά από εκεί,
αφού γίνανε επιτυχίες:
"Τα µατόκλαδά σου λάµπουν"
"Όλοι οι ρεµπέτες του ντουνιά"
"Φραγκοσυριανή "
"Έρχονται κρυφά απ' την µάντρα"
"Αντιλαλούν οι φυλακές"
"Για σένα µαυροµάτα µου "
"Τα δυο σου χέρια πήρανε "
"Διαζύγιο"
"Αλεξανδριανή "
"Τι πάθος ατελείωτο",
τον ετσίµπησε τον Γρηγόρη ο Ψηλός.
Ο Θεοδωράκης.
Και τραγούδησε.
Και συνέχισε την καριέρα του.

Ανθολόγιον

Ας αναγνώσουµε τώρα
ένα Ανθολόγιον από τα
«στιχάκια» του.
Πρέπει να θυµηθούµε µερικά,
να µάθουµε, να στήσουµε αυτί,
για να καταλάβουµε τι σηµαίνει: γλώσσα κεφαλάρι καθάριο,
γλώσσα σπαθί µέσ' απ' τα φυλλοκάρδια. Ψύχα ψυχής.
Ό,τι πυραχτώνει καρδιά και πόδια.

«Στην πιάτσα που µεγάλωσα
όλοι µ' έχουν θαυµάσει
γιατ' είµαι µάγκας κι έξυπνος
και σ' όλα µου εντάξει».

«Θα σπάσει το µπουζούκι µου,
η µόνη συντροφιά µου
απ' το µεράκι το πολύ
που νιώθω στην καρδιά µου».

«Δεν το 'λπιζα, µπουζούκι µου
σε τόσα µεγαλεία
στο θέατρο το Κεντρικό
να δώκεις συναυλία».

«Βαρέθηκα τις γκόµενες
κοντεύω να τα χάσω
γι' αυτό και τ' αποφάσισα
για να φορέσω ράσο».

«Στον κόσµο το συµφέρον πια
τα κανονίζει όλα,
παντού τα πάντα κυβερνά
αυτό κι η πορτοφολά».

«Εγώ δεν είµαι ποιητής
τραγούδια να ταιριάζω
και µου τα φέρνει ο αργιλές
και τα κατασκευάζω».

«Τέτοια µεγάλη εκδίκηση
να την εξεµπουκάρω
όπως τον Έκτορα ο Αχιλλεύς
τον έσουρνε στο κάρο».

«Ο ουρανός κι θάλασσα
έχουν το ίδιο χρώµα,
οι πλούσιοι και οι φτωχοί
θα µπουν στο ίδιο χώµα».

«Να σ' έχω στο κονάκι µου
λουλούδι στην αυλή µου
στολίδι να 'σαι µοναχό
στο δόλιο το τσαρδί µου».

«Ακόµα και στο Χόλιγουντ
θα βάλω το ποδάρι
που 'ναι στρωµένο µάλαµα
και µε µαργαριτάρι».

«Όσοι γενούν πρωθυπουργοί
όλοι τους θα πεθάνουν
τους κυνηγάει ο λαός
απ' τα καλά που κάνουν».

«Μια µικροπαντρεµένη ξανθιά γαλανοµάτα
όλο ζωή και νιάτα, µου πήρε την καρδιά.
Κι αν µ' αγαπάς οτ' αλήθεια
άσε µε να πεθάνω
στο στήθος σου επάνω σαν πάρω δυο φιλιά»

«Εγώ 'µαι µάγκας και νταής
και θα 'ρθω να σε πάρω
ξέρεις για σένα επάλεψα
επτά φορές το Χάρο».

«Στους τοίχους, βρε, της φυλακής
κι ύστερα στο κορµί µου
χάραξα την καρδούλα σου — αµάν, αµάν
να την κοιτώ πουλί µου».

«Τη στρίγκλα τη µανούλα σου
π' όταν µε δει µε βρίζει
της εύχοµαι στα γηρατειά
σα σκύλα να γαβγίζει».

«Πατώ στα χιόνια καίγουµαι
και στη φωτιά κρυώνω
στα κρούσταλλα ζεσταίνουµαι
και στη βροχή στεγνώνω».

Και στον γραπτό λόγο, ανάσα Μακρυγιάννη κρατεί. Γλώσσα - ηχείο Ρωµιοσύνης. Ιδού:
«Πάντως οι µάγκες τότες, εκτός απ' αυτούς που ήταν αιµοβόροι, ακόµη κι αυτοί που ήταν κλεφταράδες, ήταν άνθρωποι καλοί. Ήσυχοι, µερακλήδες, τούς άρεζε το χασίσι και το όργανο. Δεν ήταν παραδόπιστοι. Ενώ όλοι αυτοί τώρα είναι, τα νέα µπουζούκια και οι µεγάλοι και τρανοί ακόµα, πεσµένοι στα λεφτά. Έχουνε τρελαθεί µε τα λεφτά και δεν τους ενδιαφέρει για τίποτες άλλο. Αφού έχουνε οικονοµήσει τόσα λεφτά και έχουν ιδεί τόσα και τόσα. Μέχρι που 'χουνε βάλει χέρι και γαµιόνται κιόλας για να δούνε κι αυτή τη γλύκα. Τώρα δεν σου συζητάω για όλους ότι κάνουν αυτή τη δουλειά, αλλά γενικά. .ηλαδή εκφυλίστηκαν. Ενώ δεν έπρεπε. Τα µπουζούκια σας είπα ότι τα 'χουνε πιάσει αθρώποι εγκληµατίες µε χρόνια, κατάδικοι, θανατοφόροι, θανατοποινίτες, πολλοί τέτοιοι αθρώποι και τα µπουζούκια και τους µπαγλαµάδες. Και τώρα βλέπεις και τα τσακώνει οποιοσδήποτε. Ούτε λαχαίνει να σκεφτεί το τι κρατάει. Να πει ότι εγώ κρατάω µπουζούκι και το µπουζούκι είναι ιερό πράµα. Διότι έχει βγει από τέτοια νταραβέρια. Γι' αυτό και το κυνήγαγε κι η αστυνοµία είπαµε. Γι' αυτό και µε κυνήγαγε και µένα η αστυνοµία. Δεν ηθέλανε ν' απλώσει το µπουζούκι. Αλλά άπλωσε όµως».
(Μάρκος Βαµβακάρης, Αυτοβιογραφία, Εκδόσεις Παπαζήση, 1973)

Τα πουλιά

καθόµαστε αντίκρα. Σε δυο σκαµνάκια.
Μεσηµεράκι. Είχε γυρίσει
από µια γύρα στα νησιά.
Μεροδούλι ισχνό.
«Σαν 'ρχότανε το φτινόπωρο
— για τότες µιλώ, που ήµουνα παιδαρέλος —
µε ξύπναγε, µε το χάραµα, ε,
ένα πουλάκι µικρό,
κόκκινο απουκάτου στο λαιµό.
Αυτό λάλαγε πρώτο. Όχι λαλιά. Έτριζε.
Και µετά εξύπναγαν όλα τ' άλλα.
Εξέβγαιναν καταχείµωνο, µετά τα πρωτοβρόχια.
Τα κοτσύφια. Τσίχλες. Μπεκατσόνια.
Και κάτι πουλιά µεγάλα.
Καληµάνες τα λέγανε.
Κάθε εποχή είχε τα πουλιά της. Κι εγώ δεν τα χόρταινα.
Πετροκοκόρια — οι τσαλαπετεινοί. Με το λοφίο.
Και την µεγάλη, σπαθάτη ουρά.
Τα τουρλιά που φκιάνανε τη φωλιά τους καταγής,
µέσα στα σιτάρια. Οι τσιουπίτσες — από κει εβγήκε
και η τσιούπα. Η κοπελιά.
Που είχε την χάρη αυτηνού του πουλιού.
Ο Αοπρόκωλας, που είχε µια άσπρη τούφα πούπουλα
στον κώλο. Η λιάριτζα κι ο αητοµάχος λιαριτζής,
της οικογενείας των αητοειδών.
Ο συκολόγος ή συκοφάγος. Είχε απάνω τον
όλα τα χρώµατα τ' ουράνιου τόζου.
Τετετζιές. Κάτι µικρούλια που τρύπωναν κι έκαναν
τ' αυγά τους σε τρύπες δέντρων.
Ο τσιώνης, κοµµάτι µεγαλύτερος από τον σπούργιτα.
Τα τρυγόνια κι οι πέρδικες.
Ο τρυποφράχτης. Μια σταλίτσα πράµα.
Κι οι καρδερίνες.
Σαν λάληγε ο Γκιώνης ή χτυπούσε καµπάνα,
µου 'ρχόταν µελαγχολία.
Στενοχωριόµουν για τον πατέρα µου.
Που έτρεχε από τα άγρια χαράµατα
για να µας αναστήσει.
Εµπήκα από µικρός στα βάσανα της ζωής.
Σαν παιδάκι δεν χόρτασα τα παιχνίδια.
Δε λέω, έπαιζα. Αλλά στη ζούλα.
'Ετρεχα δω κει για κάνα πιάτο φαγάκι.
Για κάνα µονόφραγκο.
Τα πουλιά µε µάθανε µουσική.
Όταν πιάνοτ το όργανο και παίζω ταξίµι,
'ρχόνται τα πουλιά και κάθουνται στο τάστο.
Στο µάνικο. Και τα δάχτυλα γίνονται πουλιά.
Από µέσα τα δάχτυλα
γίνουνται όπως οι µπακούλες τους.
Και πατώ τα τάστα όπως εκείνα,
που κάθουνται στις κόρδες.
Επρόσεχα στις τηλεγραφοκολώνες,
που κάθουνταν απάνου στα σύρµατα τα χελιδόνια.
Έτσι είναι τα ταξίµια. Σαν τα χελιδόνια,
'ρχόνται την άνοιξη. Χτίζουν τις φωλιές
σία ίδια µέρη. Ή ξαναβρίσκει το ζευγάρι
τη φωλιά που άφησε. Γεννάνε. Μεγαλώνουν
τα ξεπεταρούδια. Γιοµώζει η άνοιξη ζωή.
Τα καλοκαίρια φουντώνουν για καλά.
Και σαν έρθει το φτινόπωρο,
µαζεύουνται όλα µαζί. Περιµένουν και τα αργοπορηµένα.
Δεν λαλάνε. Είναι µελαγχολικό το φτινόπωρο.
Κάθουνται πάνου στα σύρµατα και περιµένουν.
Κι όλα µαζί, µεµιάς, φρρρρτ, πάνε.
Για ζεστές χώρες. Γι' αλλού.
Στην Αφρική, λένε.
Σαν κουράζουνται στις θάλασσες,
κουρνιάζουν στα καράβια.
Ή στα φτερά πάνου άλλων πουλιών.
Που έχουν µεγάλα φτερά.
Ένα τοσοδούλι χελιδόνι και να πετάει
από τον ένα κόσµο να πάει στον άλλονα.
Μ' αρένουν τα χελιδόνια.
Αλλά µε τις γαλιάντρες είναι άλλο πράµα.
Πάει το στόµα τους ροδάνι.
Τα βλέπεις πόσα έχω; .εν κάνω χωρίς πουλιά.
Στενοχωριέµαι που τα 'χω στα κλουβιά.
Μ' αγαπάνε. Ξέρω τα χούγια τους.
Όταν είµαι στεναχωρηµένος, το πιάνουν.
Και να δεις πώς κάνουν. Σκίζεται η καρδιά τους.
Προσπαθώ να µην το δείχνω. Αλλά 'ναι χειρότερα.
Τα πουλιά δώκανε στην ψυχή µου µουσική.
Κι οι άνθρωποι, βάσανα.
Εδώ πιο πάνω, στις ράχες. Το βουνό.
Βλέπεις εκείνο το δέντρο;
Μία µέρα που τράβηξα κατά κει να ξεχλιάνω,
είδα ένα κουρµπάνι µέλισσες σαν σταφύλι.
Την άλλη µέρα, είχαν κάνει την κουφάλα σπίτι τους
και αράδιζαν.
Μια χαρά που πήρα...
Το χειµώνα, που δεν υπάρχουν λουλούδια
για να µασούν την θροφή τους,
επάγαινα και το τάιζα ζαχαρίτσα.
Και πέφτει άπου λες ένα χιόνι κι αποκόβει τα πάντα. Ξεκινάω . Μεριάζω το χιόνι. Φτάνω.
Τι να δω. Στις άκριες της κουφάλας,
πεθαµένες µια χούφτα µέλισσες.
Αδειαζω την ζαχαρίτσα µέσα.
Πάω, µόλις µαλάκωσε ο καιρός.
Αράδιζε το µελισσάκι.
Ε, δε θα το πιστέψεις.
Κάθισαν οι µέλισσες λεφούσι απάνου µου
και δε µε 'φαγε καµία.
Ξεβγήκε ο ήλιος.
Ανθισαν τα κλαριά.
Ανεβαίνω στο βουνάκι.
Πάω στο δέντρο.
Πουθενά µέλισσες.
Ανθρώπινα χέρια είχαν βουλώσει την κουφάλα µέχρι πάνω µε λάσπη.
Την ξεβουλώνω. Τηράω µέσα στο σκότος, Περιµένω µέλισσες.
Τίποτας.
Είχαν σκάσει. Αποθάνει από δίψα, ξέρω γω τι. Και κει που φεύγω,
σκάει µύτη µια µελισσούλα. Ετοιµοθάνατη. .ε θα το ξεχάσω ποτέ.
Κόσµος. Κοσµάκης. Και κουραδόπλαση».

Ο ζεϊµπέκικος κι ο ντερβίσης του

Επερπάτηγα για το κονάκι του,
αποµεσήµερο.
Εθυµόµουν έναν πρωτοχορευτή,
δεκαοχτάχρονο αµούστακο,
που εχόρευε κάθε βράδυ
στο τέλος της παράστασης
του Καπετάν Μιχάλη,
που είχε ανεβάσει ο Κατράκης
στο θέατρο του Πεδίου Άρεως.
Έπαιζε ο Μουντάκης
τον πεντοζάλη στη λύρα.
Ετίναζε σεµνά, αυστηρά, µε κράτηµα
το κορµί του στο αγέρα,
ετάνυζε χέρια πόδια,
έλαµνε το σώµα του ασίκηκα,
εγύριζε τες φούρλες επιδέξια
σε µερακλίδικο ίρτζι,
κι αναγυριστά αυτοσχεδίαζε
στα γυρίσµατα της λύρας.
Το λαγούτο κρατούσε το ίσο.
Χορευτές και ηθοποιοί
µε πιασµένη την ανάσα
αγριεύαµε
κι ασίγαστη γλύκα απ' εντός µας εξέβγαινεν.
«Α, µωρέ αµούστακο...»
ξεσπάθωνεν η κλουµπάτη φωνή του Κατράκη.
Ρυτίδωνε κάτου από το κροσσωτό µαντίλι
το µέτωπο του Κρητίκαρου
και µαταδίπλωνε τον λόγο:
«Πανάθεµα σε».
Κι από µετά βουβός θρήνος
έσκαγε στον κόρφο του:
«Παντέρµη Κρήτη...»
Επερπάτηγα προς Μάρκο
και εθυµόµουν
τους .ηµητσανίτες,
στο πανηγύρι του Αι -Γεράσιµου
στο Λοντάρι.
Έπαιζε κλαρίνο ο θρυλικός Μέργαρης.
Πάνου σ' ένα λοφίσκο
είχε σκαρώσει η νεροφαγιά
ένα αλωνάκι.
Εχόρευε ο ντουνιάς.
Τρεις δίπλες ο χορός.
Γερµένοι στο χορτάρι
οι πανηγυριώτες.
Ακούστηκε σάλαγος.
«Οι Δηµητσανίτες...»
Οι τρεις συργιές στο χορό σκόρπισαν.
Βούτηξαν µέσα στους άλλους καθήµενους, να βολευτούν.
Από πέρα ούλοι οι πουλητζήδες αφήκαν το βίος στο έλεος.
Πεπονατζήδες και καρπουζάδες,
προικέµποροι και τσιαµπάσηδες,
παστελατζήδες και µεταπράτες
ανέβαιναν τον λόφο.
Το χορευτάλωνο ερήµωσε
κι έπεσε άκρα ησυχία.
Δω - κει κάνα χρεµέτισµα αλόγου
κι απόµακρος ο της καµπάνας ήχος του εσπερινού.
Λάµπες αµίαντου εφώτιζαν, ψηλά σε κοντάρια.
Σαν σούρσιµο φιδιού εξέσπασεν σιγανό,
πολύβουο κουβεντολόγι.
Κι από µετά το σούρουπο και η σιωπή του.
Σπαθάτες περπατησιές ακούστηκαν ανάερα.
«Οι Δηµητσανίτες...»
«Σσσσς!»
αντίσκοψαν άλλοι.
Από µια πατουλιά κάτου, από ένα πανάρχαιο ρέµα,
ανέβαιναν συντροφιά
έξι άντρες.
Περπατησιά κλειδωτή, αναδιπλούµενη
σε σίγουρα σφιχτοδεµένα τσακίσµατα.
Επερπάτηγαν. Ανέβαιναν λες από τα έγκατα.
Μπρατσωµένοι, µακρυκανάτοι και πλατύστηθοι.
Μέριασε ο ντουνιάς για να περάσουν.
Στο αµίαντο το φως αγρίευε και τους φώτιζε.
Όπως αχνάριζαν, αχνάριζε και το φως στο πρόσωπο τους.
Ο Μέργαρης εσηκώθη.
Κρατούσε το κλαρίνο κάθετα στο σκαρί του.
Στο βιολί και σαντούρι οι Λοθραίοι.
Κιθαρολάουτο ο Μαδουρόκωστας.
Έφτασαν στο αλώνι.
Ο Μέργαρης αναποδογύρισε το κλαρίνο
κι έσταξε ένα ποτήρι κρασί στην ψυχή του.
Ύστερις το ακούµπησε όρθιο στο χώµα,
ν' αρπάξει τους ασίγαστους ρυθµούς του χώµατος,
που σε λίγο θα πατούσαν τα ντερβίσικα πόδια
των έξι φίλων.
Εµπήκαν σε σειρά, κύκλο.
Ο πρώτος έγνεψε στον Μέργαρη.
Επήρε ο κλαριτζής τ' όργανο και το 'φερε στο στόµα.
Έπαιξε τρυφερά δυο φορές τα χείλη του στην πένα
ταίριαξε τα µπαµπακερά δάχτυλα στα κλειδιά
κι όπως το συνήθιζε, ακούµπησε στο σαγόνι
το υπολαίµιον της πένας
κι εφύσηξεν....
Ο τσάµικος εχύθηκεν.
Ήτο ο «Σελίµπεης».
Ακίνητοι οι .ηµητσανίτες φίλοι.
Η πρώτη στροφή στην ψύχη κατευθείαν.
Να πιάσει πυτιά. Σπόρο.
Κι από µετά, τα κορµιά ελύθηκαν.
Τσάµικο στον τόπο.
Στο ποτήρι απάνω.
Και έπεσεν η φωνή του γερο-Λόθρα.
Ερίγησεν στα µέσα. Στα χαµηλά.
«Πού κρέµασαν το µπόι σου
το µαργαριταρένιο...»
Κι ο Μέργαρης στον βυζαχτό ήχο.
«Κλάψε µε µάνα µια και δυο
δεν ξανακάνεις τέτοιο γιο...»
Και πιάνει το τσαλιµάκι ο Μέργαρης στα µπάσα.
Κι ο πρώτος,
µε το δεξί ποδάρι στο νύχι,
φέρνει στροφή, αργά αργά,
που κράτησε τρία ολάκαιρα λεπτά.
Όσο και το τσαλίµι.
Επερπάτηγα προς Βαµβακάρη
κι οι θύµησες µ' έζωναν.
Στρατιώτης στο Κιλκίς.
Είχε πέσει χιονάκι, δυο µέτρα.
Κι ο βαρδάρης ξερίζωνε δέντρα.
Αποκλεισµένοι δέκα µέρες στο λόχο Στρατηγείου.
Οι λύκοι είχαν κατέβει µέχρι τις άκριες της πόλης,
είχαν λυσάξει από την πείνα.
Εχαλεύαµε οληµερίς στο θάλαµο.
Μόνον ο Μουτζούρης - σωφέρης του λοχαγού -
ετριγύρναγε πέρα δώθε στην αυλή.
Είχε φάει ένα χρόνο φυλακή συνολικά.
Τα ρούχα υπηρεσίας γιοµάτα γράσα και λάδια
απ' την συντήρηση των Ντόιτς, καταλιωµένα
κόλλαγαν στο ξερακιανό κορµί του.
Δεν κρύωνε. Τρία υπό το µηδέν κι ήτο ξέστηθος.
Ήτο Κυριακή πρωί.
Δεν περνούν οι Κυριακές στο στρατό.
Εκοιτάζαµε όξω απ' τα παράθυρα των θαλάµων.
Στην αυλή έριχνε χιόνι κάργα.
Όταν κατεβήκαµε στα µαγέρικα για συσσίτειο,
έλειπε ο Μουτζούρης.
Η φασολάδα πάγωσε στην καραβάνα.
Ο σκοπός της πύλης έδωκε το µαντάτο:
«Έχει βγει απ' το πρωί όξω».
Κι ήβγαµε παγανιά.
Ακολούθησαν καµπόσοι από την πόλη.
Τον γνώριζαν.
Αν και από την Καλαµάτα, του άρεναν τα ποντιακά.
Επήγαινε σ' ένα ταβερνείο τα βράδια.
Έπινε κανένα κρασάκι.
Και τα καρντάσια έπιαναν τον κεµετζέ
και χόρευαν.
«Την Σέρρα, µπρε'».
Δεν του χάλαγαν χατίρι οι Πόντιοι,
τούτη η πανάρχαιη φυλή του τόπου.
«Τον πυρρίχειο, λελέβω σας».
Πεταγόντουσαν καµιά δεκαριά παιδόπουλα,
πιανόντουσαν χέρα-χέρα,
βάναν το Μουτζούρη στη µέση
και βουρ, ψυχή, σώµα µια ανάσα,
εµέθυσκαν χορεύοντας.
Ο Κεµετζής ακλουθώντας τους τους βάρηγε την Σέρρα.
Αγαλλίαζεν ο κροκάτος άνδρας, µεράκλωνε,
κούναγε κι αυτός τις πλάτες και την κεφάλα
κι ανέκραζεν µε τους άλλους:
«Μπρρρρ...»
Παγανιά στην παγανιά,
τραβήξαµε για τον λόφο.
Αψηλά, κάτου από µια βελανιδιά,
που επηγαίναµε στην άνοιξη,
ήβραµε τ' άρβυλα και τον σουγιά του.
Τον είχαν φάει οι λύκοι.
.ς αστραπή εδιαδόθη το µαντάτο.
Και τα παιδόπουλα,
µόλις το 'µαθαν,
τους κεµετζέδες επήραν
κι έφτασαν στο λόφο.
Γύρω απ' τ' άρβυλα και το σουγιά του
έστησαν τον πυρρίχειο....
Μου άνοιξε η συµβία του και µε εκατέβασε στο υπόγειο.
Τον ήβρα βαλαντωµένο.
«Μάρκο...»
Με τήραξε. Κι επήρε το µπουζούκι. Τ' άφησε.
Σώπασε για πολύ.
«Θέλω να πάω κατά κάτω».
Με τράταρε συριανό λουκουµάκι.
Ξανάπιασε τ' όργανο.
Και βάρεσε ένα ταξίµι, που θάψαµε το χρόνο.
Μετά έπαιξε µια στροφή γιουρούκικο-ζεϊµπέκικο.
Άφησε το τρίχορδον.
Στυλώθηκε όρθιος. Και χωρίς πενιά, ξεκίνησε το χορό.
Συνέχισε να χορεύει.
Τα πόδια του τραγούδαγαν.
Το γιγάντιο γέρικο κορµί ακλούθαγε
τα πατήµατα στη γύρα.
Χέρια, κεφάλι έσγουφταν, µοναστραπίς πισωγύριζαν
και ξανά οµπρός.
Βήµατα µετρηµένα. Κινήσεις σέρτικες.
Κι ασίγαστον µεράκι.
Ο χορός των χορών. Ο ζεϊµπέκικος είχε βρει
τον ντερβίση του.
nostos
nostos
Supreme Member
Supreme Member

Άντρας
Αριθμός μηνυμάτων : 3156
Τόπος : Αθηνα
Registration date : 26/08/2009

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ... - Σελίδα 2 Empty Απ: ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ...

Δημοσίευση από Rena Τετ Οκτ 14, 2009 9:48 am

Rena
Rena
Admin
Admin

Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 8812
Registration date : 08/03/2009

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ... - Σελίδα 2 Empty Απ: ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ...

Δημοσίευση από Rena Τετ Οκτ 14, 2009 9:51 am

Rena
Rena
Admin
Admin

Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 8812
Registration date : 08/03/2009

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ... - Σελίδα 2 Empty Απ: ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ...

Δημοσίευση από nostos Πεμ Οκτ 15, 2009 9:15 am

nostos
nostos
Supreme Member
Supreme Member

Άντρας
Αριθμός μηνυμάτων : 3156
Τόπος : Αθηνα
Registration date : 26/08/2009

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ... - Σελίδα 2 Empty Απ: ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ...

Δημοσίευση από nostos Πεμ Οκτ 15, 2009 9:19 am

nostos
nostos
Supreme Member
Supreme Member

Άντρας
Αριθμός μηνυμάτων : 3156
Τόπος : Αθηνα
Registration date : 26/08/2009

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ... - Σελίδα 2 Empty Απ: ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ...

Δημοσίευση από nostos Πεμ Οκτ 15, 2009 10:21 am

MAΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ-(ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ)

Ο Τεκές


Και τι δεν έχει ειπωθεί για τούτον.
Ο Σπύρος Παπαϊωάννου
µου είχε δώκει ένα βιβλίο
µε διηγήµατα.
Το υπέγραφε,αν θυµάµαι καλά.
Αρχιτέκτονας, Κωνσταντινουπολίτης.
Εµπεριείχε κει µέσα
ένα µακρύ αφήγηµα,
«Ο τεκές του Χατζηµηνά».
Κείµενο ιερής λογοτεχνίας.
Ο Μάρκος, σαν περιέγραφε τους τεκέδες,
εξεκίναγε πρωτίστως:
«Ύπηρχεν άκρα ησυχία».
Για ν' ακούσουν.
Όπως και στα Καφέ Αµάν στις έρηµους,
όταν οι καµηλιέρηδες
εκατέβαιναν να ξαποστάσουν,
εξεκίναγαν τα ντέρτια τους
µ ένα αµααααν, µακρόσυρτο.
Και πάνω στο µακάµι
και στο µακρύ σύρσιµο της φωνής,
εφεύρισκαν το στιχάκι.
Απ' εκεί εγεννήθη ο αµανές
και το καµηλιέρικο ζεϊµπέκικο,
στο ρυθµό της γκαµήλας,
για να µην πάει σ' άλλο ρυθµό ο ζεϊµπέκης
και στη φούρλα, σπάσει καµιά µέση.
Ε, λοιπόν, οι τεκέδες
είναι οι παππούδες των θεάτρων τέχνης,
όπως ο διθύραµβος είναι η αρχή της τραγωδίας.
Γιατί στους τεκέδες
ύπηρχεν ο επίλεκτος χώρος.
Με επίλεκτους, στο άκουσµα
και στα όργανα.
Στην ερυθρόλευκη φυλή των Ταραχουµάρας,
στο Μεξικό ή στο Μπαλί,
ακόµα στα τεµένη των Γιουρούκων
ή στη Νέα Ορλεάνη, στους χώρους των µπλουζ
ή στην Άφρικα µε τις τουµπάνες,
υπάρχει το κύτταρον
που εγέννησε τα πρωτοποριακά θέατρα.
Μια φορά, λοιπόν, ο Μάρκος υπό βροχήν
επέστρεφε από τον τεκέ στο σπιτικό του.
Στο δρόµο σκόνταψε σ' ένα παλιόξυλο.
Το σήκωσε. Το περιεργάστηκε
και στον ώµο, το 'φερε στο κονάκι.
Την εποµένη το πήγε στον Ζοζέφ.
«Πού το 'βρες;»
«Στο δρόµο».
«Άσ' το. Καλό είναι».
Τι καλό... τριακόσια χρόνια µουριά ήτο.
Ο Ζοζέφ έβγαλε τέσσερα όργανα.
Ένα κράτησε ελόγου του
και τα τρία στο Μάρκο.
Η ψύχα. Η καρδιά του ξύλου της µουριάς
είναι κόκκινη.
Εκείνο το κόκκινο µπουζούκι
από την ψύχα της µουριάς
το 'πιανε στις χερούκλες του κι αναστέναζε.
Πόσα απογέµατα. Σούρουπα. Πόσα ταξίµια...
Σαν πήγε κατά κάτω ο Μάρκος,
τούτο το µπουζούκι
ο Ντοµινίκος και ο Στέλιος
του το βάλανε κοντά.
Καλά κάµανε.
Ποιος θα το κρατούσε στα χέρια του
για να το παίξει, µετά το Μάρκο
και σαν το Μάρκο.

Κατάνυξη και τελετουργία

Αµανέ στην Καρδίτσα,
στο φίλο µου Σπύρο Λάπα.
Μ' αυτόν, στα µικράτα µου,
όπου βουνό και κοτρώνα
επαίρναµε τα πινέλα
και εγράφαµε ΜΑΡΚΟΣ.
Εκεί στην Καρδίτσα µε πήρε
κι ανεβήκαµε στην λίµνη Πλαστήρα.
Ήτο εκεί ταβερνείον
ζωσµένο από πυκνό δάσος.
Γύρωθεν γιοµάτο γλάστρες
βαµµένες κόκκινες µε λογής λουλούδια.
Εµπήκαµε κι επαραγγείλαµε τα τσίπουρα.
Έκαµνε κρύο όξω. Μια στόφα µέσα ζέσταινε.
Σε καµιά ώρα µαζεύτηκαν τριάντα νοµαταίοι.
Γενίκαµε όλοι µια παρέα. Εσήκωσαν τα ποτήρια.
«Στο Μάρκο!» ανέκραξε ένας.
«Τον Συριανό», αντιλάλησαν εν χορώ όλοι.
Κι ο ταβερνιάρης: «Να ξεκινήσουµε µε "Συνάχη"».
Και ξετυλίγουνταν ο ένας Μάρκος µετά τον άλλο.
Σε πλήρη κατάνυξη και τελετουργία.
Ακουγόταν µόνο το τσούγκρισµα στα ποτήρια.
Έτρεχε η νύχτα. Έτρεχαν οι µνήµες.
Κι άπου ξηµέρωνε είχαµε γενεί όλοι
µία συντροφιά µε άρρηκτους δεσµούς δεµένοι.
Τους είπε ο Σπύρος πώς τον γνώρισα
και δέθηκα µαζί του
και µε ρώταγαν να µάθουν
και ρούφαγαν τα όσα τους ξοµολογιόµουνα.
Ήτο στην παρέα και µια σκερτσόζα.
Μια αδελφούλα, που τα µάτια της
µας έκαψαν την καρδούλα....
Σχολάσαµε µε το χάραµα.
Ποδαράτο µε το φίλο
επήραµε τον κατήφορο.
Εκείνοι οι νοµαταίοι
ήτονε οι εµβαπτισµένοι
του Συλλόγου «Μάρκος Βαµβακάρης».


Τα πουλιά
Είχεν ένα κουτσό γάιδαρο.
Κι ογδοήντα πουλάκια σε κλουβιά.
Κάθε Τετάρτη εξέβγαινε στην λαϊκή.
Τόνε γνωρίζανε όλοι. Ήτο θρύλος.
Και του γιοµώνανε το σαµαράκι στο γαϊδαρέλο
καλούδια, πρασιναδούλες και θροφή για τα πουλάκια.
Εγύρναγε. Εξεφόρτωνε το ζωντανό
και µε περίσσια φροντίδα
καθάριζε τα κλουβάκια
κι έβαζε καναβουράκι και πρασιναδούλες
στα πουλάκια.
Όση ώρα τα φρόντιζε, τα πουλάκια σώπαιναν.
Τσίµπαγαν φαγάκι.
Μόλις εκαθότουνε κι έστριβε τσιγάρο,
στη φούµα πάνω µου έλεγε:
«Άκου τα...»
Και ξεκίναγαν και τα ογδόντα.
Έστηνε αυτί ο µέγιστος
κι αναγάλιαζε η ψυχή του.
«Ε, τώρα... Μετά από αυτά...
Τι να παίξω εγώ...»
Και σαν τ' άκουγε ώρα πολλή,
νταλκάδιαζε κι έπιανε το µπουζούκι.
Με το πρώτο πάτηµα
και το σκάσιµο του ήχου
απ' το καύκαλο του οργάνου,
σώπαιναν όλα.
Να τον ακούσουν...

Ο Γέρατζης

Το 1960 κατεβαίνει από το πάλκο.
Το 1962 τόνε γνωρίζω από κοντά. Μεγάλες οι φτώχειες.
Αλλά η περηφάνια
και η αξιοπρέπεια ολόρθες.
«Μπατίρης και µερακλωµένος»,
λέει ο ίδιος.
Ατέλειωτες ώρες κλεισµένος
στο σπίτι του,
µε µόνη παρηγοριά το όργανο.
Δύσκολα τα βγάζει πέρα.
Ο γαλατάς «ξεχνάει» το γάλα στην πόρτα του κάθε πρωί. Στην λαϊκή οι µικρέµποροι τον βολεύουν καλούδια, ζαρζαβατικά και καναβούρια για τα πουλιά του. Ξεχασµένος, πικραµένος
παίζει να µην αναθυµάται.
Τραγουδάει για να ξενταλκαδιάζει.
Γράφει πάντοτε και βάνει µουσική στα ασµάτια.
Μου µιλάει συνέχεια για την φαµίλια,
την κυρα-Βαγγελιώ που του µαλάκωσε την ψυχή.
Για τον Στέλιο και τον Ντοµινίκο.
Κι έχει ευαγγελική γλύκα η φωνή του.
Κι έχει το θώρι του αµάλγαµα φωτός.
Ενίοτε δακρύζει.
Αλλά το δάκρυ δε φεύγει κατά κάτω. Ξαναγυρίζει µέσα
και γίνεται βάσανο.
Είναι στριµωγµένος.
Αλλά όρθιος και αταλάντευτος.
Το στόµα του γιοµάτο φαρµακίλα.
Σπανίως υπάρχουν επισκέπτες.
Στην αγορά, στο παζάρι των µουσικών συναλλαγών, κονοµάνε συνθέτες και τραγουδιστές
που βοήθησε.
Παίρνουν τα τραγούδια του
και τα σακατεύουν δώθε κείθε,
πλουτίζοντας.
Αλλάζουν τους εξαίσιους στίχους του,
τους µατώνουν
και µαραίνουν τον ανθό τους.
Κακοφορµίζουν την γλώσσα του
που είναι µνηµείον.
Στην κυριολεξία, τον λεηλατούν.
Πάνω στη ράχη του χτίζουν τις «καριέρες» τους.
Περιστασάκηδες.
Και τα διάφορα «κέντρα»
ρεµουλαδόρων και καιροσκόπων,
εντέχνως τη θάβουν.
Μόνον οι συλλέκτες δίσκων
και ολίγοι µυηµένοι τον ενθυµούνται.
Κι ο ντουνιάς είναι σε νάρκη.
Το 1966 εµφανίζεται στο Θέατρο Κεντρικόν,
στη γνωστή συναυλία.
Ως παιδίον ερωτούσε:
«Τους άρεσα;»
Πάλι στον ίδιο χρόνο,
εµφανίζεται σε µπουάτ στην πλάκα.
Καθώς και το 1971 στις «Χάντρες»
και στην «Ταβέρνα του Σαµπάνη».
Τον πήγαν και στο Χίλτον.
Ήµουνα τρίτη σειρά µπροστά.
Με κόχεψε.
«Δε µ' αρέσει εδώ»,
µου πέταξε.
Δεν θα ξεχάσω πόσα έλεγαν τα µάτια του
πίσω απ' αυτό το ".ε µ' αρέσει... "
Για να ξαναγυρίσει στην µοναξιά του.
Ετότες επάγαινα και ανταµώναµε πιο συχνά.
Ήτο ένα θερίο άρρωστο.
Μόνο σε άλογο λαβωµένο έχω δει τέτοια µάτια.
Τόσο ψυχοστάλαχτα.
Μεγαλώνανε τα µάτια του στα µάτια µου
και γενόντουσαν δυο θεόρατες κούπες θυµαρίσιος πόνος.
Χίλιες µύριες σκέψεις, µνήµες
χαράκωναν το πρόσωπο του,
εδιάβαιναν όπως τα σύννεφα
και σκίαζαν την φωνή,
το σπαθί της ψυχής.
Ποιος ξέρει την ανταριασµένη του καρδιά,
την έρµη,
τι µυστικά ανοµολόγητα, αφανέρωτα την έζωναν.
Δε λογάριαζε την πίκρα. Την µοναξιά.
Τα κουράγια του εσκεφτότουνε,
τον Ντοµινίκο και τον Στέλιο.
Και τον τρίτο γιο, που δεν έλαχε να γνωρίσω.
Τα σούρουπα δεν επερνάγανε.
Κλέφτης του χρόνου,
τον στρίµωχνε στη γωνία
παίζοντας τα χουζάµ και τα κιουρντί του.
Ατέλειωτα ταξίµια.
Χιλιάδες πενιές,
λες και καθόντουσαν µύρια περατάρικα πουλιά
στο τάστο του.
Αλλά τον επερίµενε ο Γέρατζης,
τον επόµενο Φλεβάρη.
« Άργησε φούρνε να καείς
και συ ψωµί να γενείς
για να περάσει ο Γέρατζης
κι ο Μάρκος ν' αποµείνει».
Αλλά ο Γέρατζης - Χάροντας,
ούτε τον φούρνο λογάριασε,
µήτε το ψωµί.
Ως θέλει η παράδοση,
να µην βουτάει στα σπίτια
και ν' αρπάζει τες ψυχές
την ώρα που οι νοικοκυρές
καίγουν το φουρνακι, δεν ελογάριασε ο Χάροντας τες παραδόσεις των ανθρώπων και την επήρε.


Η τελευταία φορά που τον είδα
Φορούσε την κιµπάρικη φανέλα
µε τα τρία κουµπάκια.
Αριστερά, στο µέρος της καρδιάς πάνω,
είχε καρφιτσώσει το µατόχαντρο.
Παρακατούλια, το φυλαχτό.
Έτσι τον είχα φωτογραφήσει πριν χρόνια.
Είχε το ίδιο µουστάκι όπως τότες, επιδέξια ψαλιδισµένο.
Τα χείλη του αµόλυντα ως παιδίου.
Όχι µόνο.
Είχαν εκ Θεού τρυφερή, αειπάρθενη γλύκα.
Από εκείθεν είχαν ξεβγεί τόσα τραγούδια.
Με το µέγα εργαλείον φωνή,
το πριονάτο.
Το σαγόνι του, λοφάριον πουλιών.
Οι παρειές, ανατολικές πλαγιές χαϊδεµένες ήλιο.
Η µύτη του, σκάλισµα σε τέµπλο.
Φρύδια, στάχια και φρύγανα.
Μέτωπον ψιλοαυλακωµένο.
Και µαλλί κουκούλι.
Μάτια; — Εχ, τα µάτια....
Πώς να τα ταιριάξεις σε λέξεις...
Μάρτυρας η φωτογραφία. Ιδέτε τα.
Τόσα βάσανα. Τόσες πίκρες.
Αυτό το θεριό. Ήτο άγιος και πανέµορφος.
Αλλά τώρα έτι περισσότερον γηρασµένος.
Τα χέρια - τι χέρια, χερούκλες κάλλιο -
διπλωµένα στα µεριά.
Εκαθόµουνε κοντά του.
Σιωπούσαµε
και πότε παραπότε επετούσαµε καµιά κουβέντα.
Κι επέρασε ώρα πολύ .
«Νύχτωσε, Μάρκο. Να πηγαίνω σιγά σιγά».
Ξεκαρφίτσωσε το φυλαχτάρι του
και µου το έδωκε.
Το απίθωσε στη φούχτα µου.
Έµεινα εκεί. Έτσι. Με τη φούχτα ανοιχτή...
Με τα δυο του χέρια,
την έκλεισε τρυφερά.
«Καληνύχτα».
«Καλό ξηµέρωµα».
Έβρεχε όξω.
Δεν είχα λεφτά για λεωφορείο.
Το 'κοψα µε τα πόδια.
Στο νεκροταφείο πιο πάνω,
εµπήκα µέσα,
έκλεψα γαρούφαλα από πλούσιο τάφο.
Ματαγύρισα να του τα δώκω.
Δεν τόλµησα να χτυπήσω.
Του τα αφήκα στην πόρτα.
Ένα απ' τα πουλιά του ψιλολάλησε στο κλουβί.
Ποδαρόδροµο για την Κυψέλη,
υπό βροχήν.
Εκράτηγα στη δεξιά απαλάµη
το πολύτιµο φυλαχτό — το φυλαχτό του.
Ήτο η τελευταία φορά που τον είδα.
nostos
nostos
Supreme Member
Supreme Member

Άντρας
Αριθμός μηνυμάτων : 3156
Τόπος : Αθηνα
Registration date : 26/08/2009

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ... - Σελίδα 2 Empty Απ: ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ...

Δημοσίευση από nostos Σαβ Οκτ 17, 2009 10:02 am

Η ΔΙΑΛΕΞΗ ΤΟΥ ΜΑΝΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ ΓΙΑ ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ
Ημερομηνία: 1949
Η πρώτη εργασία του Μάνου Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο τραγούδι.
Η διάλεξη δόθηκε στις 31 Ιανουαρίου 1949, στο Θέατρο Τέχνης.
Είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζεται ολόκληρη.


EΡΜΗΝEΙΑ ΚΑΙ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΛΑΪΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ (PEΜΠΕΤIKΟ)

Θα ήθελα προκαταβολικά να σας πληροφορήσω, πως μ’ όλη μου την καλή διάθεση, δεν είμαι σε θέση να πω, ούτε καινούργια πράγματα, ούτε κι όσα μιλήσω απόψε να τα δώσω με σοφία. Θα προσπαθήσω όμως κι όσο μπορώ πιο καλά, να σας μεταδώσω αυτό που με κάνει να ζω και να βλέπω την αξία του μέχρι σήμερα περιφερόμενου λαϊκού σκοπού της πόλης.

Τώρα αν τούτη η πανηγυριώτικη ομιλία για το ρεμπέτικο, γινόταν πριν δυο χρόνια, ίσως να ΄χε κάπως διαφορετικό χαρακτήρα, δηλαδή να ΄ταν, πιο μεροληπτική –μπορούμε να πούμε – και συγχρόνως πιο ενθουσιαστική για το θησαυρό που κλείνουν οι ρυθμοί του ζεϊμπέκικου και του χασάπικου. Δεν θα μπορούσαμε ίσως να ξεφύγουμε από τη γοητεία του γυαλένιου ήχου ενός μπουζουκιού για να κοιτάξουμε το θέμα μας στη ρίζα του κι ακόμη να μείνουμε όσο χρειάζεται ψυχροί κι αντικειμενικοί για μια τέτοια δουλειά.

Αυτό -θα πείτε- μπορεί να γίνει σήμερα; Είναι κάτι που δεν μπορώ να προεξοφλήσω με βεβαιότητα. Όσο νά ΄ναι όμως, η μεγάλη διάδοση που πήρε τα δύο τελευταία χρόνια το ρεμπέτικο, μας αφήνει περιθώριο για μια τέτοια, επικίνδυνα πρώιμη, ομολογώ εργασία.

Το ρεμπέτικο, κι αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο, έχει πια επιβάλλει τη δύναμή του, λίγο-πολύ σ΄ όλους μας, είτε θετικά, είτε αρνητικά, είτε δηλαδή γιατί το παραδεχόμαστε, είτε όχι, ενώ συγχρόνως βλέπουμε να έχει δημιουργηθεί γύρω του μια επιπόλαιη κατάσταση μόδας, που μας κάνει ν’ αντιδρούμε δικαιολογημένα σ’ αυτήν και ν’ αμφιβάλουμε για τη μελλοντική και ποιοτική εξέλιξη του είδους. (Εδώ πέρα βέβαια παίρνω σαν δεδομένο την ποιοτική του αξία). Και στον τόπο μας καθώς κι έξω, όλα περνούν απ’ αυτήν την περίοδο που ονομάζουμε μόδα. Μήπως απέφυγε κάτι τέτοιο το δημοτικό μας τραγούδι πριν 50 χρόνια, σαν φούντωνε το κίνημα των δημοτικιστών; Κι ακόμη πριν δύο χρόνια, το ίδιο δεν είχε συμβεί με τις λαϊκές εικαστικές τέχνες, όπου ο Θεόφιλος και ο Παναγής Ζωγράφος προβάλλονται στο ίδιο πλάνο με τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα;

Ποιος μπορεί να σταματήσει μια τέτοια κατάσταση, κι ακόμη ποιος μπορεί να μην παραδεχτεί ίσως την αναγκαιότητα αυτήν της περιόδου μόδας -ας την πούμε- ωσότου τα πράγματα κατασταλάξουν κι έλθουν στη φυσική τους θέση; Το ίδιο πρέπει -νομίζω- να περιμένουμε και με τα ρεμπέτικα. Γιατί θά ΄ναι κάπως ανόητο αν νομίσουμε, ότι ο χασάπικος μπορεί ή πάει ν΄αντικαταστήσει το ταγκό. Οι λαϊκοί τούτοι ρυθμοί έχουν κάτι πολύ, περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται για να καλυφθούν οι βραδινές μας διασκεδαστικές ώρες - άσχετα αν αυτός ο χαρακτήρας επιβάλλεται κι επικρατεί στις λαϊκές τάξεις.

Ύστερα για μας θά ΄ναι μεγάλο ψέμα αν ισχυρισθούμε ότι είναι δυνατόν να εκδηλωθούμε μ’ αυτούς τους τόσο γυμνούς κι απέριττους ρυθμούς. Κάτι τέτοιο μόνο για αυτούς, που με κρασί ή με άλλα μέσα, στέλνουν στο διάβολο - που λεν- κάθε κοινωνικό φραγμό και κάθε σύμβαση, έστω και για μια ώρα. Παρατηρώντας όμως μια ιδιότητα αυτών των ρυθμών, ήδη δημιουργείται μέσα μας ένας θαυμασμός για τη δύναμη που περιέχουν και που μας κινεί το ενδιαφέρον να γνωρίσουμε από κοντά τούτη τη δύναμη που από ΄δω και πέρα λες και σαν μαγεία μας φέρνει σ΄ άμεση επαφή με το μελωδικό της στοιχείο. Αυτά όμως όλα κουράζουν σαν δεν τα δεις έξω απ΄ την καθημερινότητά τους. Κάθε απόπειρα που θα κινήσει να φέρει το ρεμπέτικο τραγούδι σε καθημερινή χρήση, και επιπόλαια και καταδικασμένη είναι. Αλλά το ίδιο μήπως δεν συμβαίνει και με την άλλη μουσική, αυτήν που ονομάζουμε σοβαρή; Μπορεί κανείς να φανταστεί ποτές, πως μια βραδιά κεφιού του, είναι δυνατόν να την καλύψει με την Σονάτα 110 του Mπετόβεν; (Δικαιολογημένα τώρα ίσως να σας γεννηθεί απορία για τη σχέση που μπορεί να έχει το ρεμπέτικο με τον Μπετόβεν. Παρ΄ όλο που και αργότερα θα επανέλθω σε παρόμοιους παραλληλισμούς σας προειδοποιώ πως δεν υπάρχει απολύτως καμία σχέση).

Λοιπόν δεν νομίζω, πως ο σνομπισμός αυτός γύρω από το ρεμπέτικο τραγούδι είναι δυνατό να μας σταθεί εμπόδιο, για να κοιτάξουμε προσεκτικά την αξία του και ν΄αγαπήσουμε την αλήθεια και τη δύναμη που περιέχει. Αυτά τα τραγούδια είναι τόσο κοντινά σε μας και σε τέτοιο σημείο δικά μας, που δεν έχoμε νομίζω σήμερα τίποτ΄ άλλο για να ισχυριστούμε το ίδιο.

Μα πριν μπούμε σ΄ ένα αναλυτικότερο κοίταγμα του είδους αυτών των τραγουδιών, ας επιστρέψουμε για χατίρι μου σε μια κοντινή μα περασμένη πια εποχή και να δούμε μαζί εξελικτικά όλη την ποιητική ατμόσφαιρα, που συνθέτουν και δημιουργούν τα ρεμπέτικα, μέσα στην αυστηρή και δικιά τους περιοχή.

Κατοχή. Πάνω σε μια γυμνή και παγωμένη άσφαλτο με μοναδικό φωτισμό την ψυχρή όψη ενός φεγγαριού, προχωράμε μ΄ ένα φίλο. Ένας λεπτός μα διαπεραστικός ήχος μπουζουκιού καθρεφτίζεται -λες- μες στην άσφαλτο και μας ακολουθεί βήμα προς βήμα. Ο φίλος μου προσπαθεί να μου εξηγήσει τη διάθεση φυγής και την έντονη εμμονή σ΄αυτή τη διάθεση που κρατούν οι τέσσερις νότες του περιφερόμενου τότες τραγουδιού «Θα πάω εκεί στην αραπιά». Μάταια προσπαθούσε να μου μεταδώσει τη συγκίνησή του και να μου δείξει μαζί αυτό το αντίκρισμα που υπήρχε αυτής της «διάθεσης φυγής» - καθώς την ονόμαζε στην όλη δημιουργημένη ατμόσφαιρα της
πολιτείας των Αθηνών. Του λόγου μου -κάπως δικαιολογημένα βλέπετε με τη μικρή μου τότες ηλικία- του έφερνα όλες μου τις αντιρρήσεις, κουβαλώντας γνωστά επιχειρήματα που ιδιαίτερα σήμερα χρησιμοποιούνται πάρα πολύ από Αθηναίους της ώριμης ηλικίας. Δηλαδή περί αγοραίου, φτηνού και χυδαίου είδους καθώς κι άλλα παρόμοια. Αυτός όμως επέμενε τονίζοντας την κάθε λέξη του σύμφωνα με το ρυθμό «Θα πάω εκεί στην αραπιά», θέλοντας ίσως να μου δώσει και μια ρυθμική επαλήθευση των όσων έλεγε πάνω στο τραγούδι.

Αργότερα ο ίδιος φίλος, στον ίδιο δρόμο, μου μιλούσε για κάτι καινούργιο. Μα τώρα ήταν καλοκαίρι και η άσφαλτος μύριζε. Το ίδιο σκοτάδι, μα η κάψα έλιωνε τις φωνές και τις έφτιαχνε μόνιμους ίσκιους στα σπίτια. Υπήρχε γύρω μας κάτι ρευστό. Μια καινούργια ρεμπέτικη κραυγή -καινούργια για μένα βέβαια- κυλούσε μ’ ένταση ανάμεσα στα στενά και βρώμικα πεζοδρόμια του Πειραιά και της Αθήνας. Ακούγαμε την πρώτη στροφή που έλεγε «Κουράστηκα για να σ΄ αποκτήσω αρχόντισσά μου μάγισσα τρανή». Κι ο φίλος μου εξηγούσε θίγοντας όλο τον ανικανοποίητο ερωτισμό που έπνιγε την ατμόσφαιρα. Ακόμα, προσπαθούσε να μου εξηγήσει το τραγικό στοιχείο του τραγουδιού που ερχόταν αντιμέτωπο σε μια εποχή που μόνο συνθήματα κυκλοφορούσαν τρέχοντας. Αργότερα πολύ, θά ΄βλεπα πόσην αλήθεια είχαν τα λόγια του, γιατί τότες ακόμη έπαιζα με τις πραγματικές αξίες ανυποψίαστος.

Περνούν μερικά χρόνια, πού η πυκνότητα της έντασης που περιείχαν τα έκαμε απέραντα. Πολλά συνέβησαν και συμβαίνουν στο μεταξύ. Έρχεται η απελευθέρωση και τινάζομε από πάνω μας τους Γερμανούς με την κατοχή τους. Παράλληλα η γενιά μου μεγαλώνει κατά πολλά χρόνια, έχοντας ξωπίσω της μια πολύ ισχυρή δοκιμασία. Και το ρεμπέτικο, αφού παίζει με πολύ και πηγαίο χιούμορ, σε ορισμένα διαλείμματα, γύρω από δραματικές περιπτώσεις μπαίνει με μεγαλύτερο άγχος μες στα βασικά και μεγάλα του θέματα: του έρωτα και της φυγής.

Ένας ανικανοποίητος έρωτας που ξεκινάει από την πιο κυνική στάση και φτάνει με μια πρωτόγονη ένταση μέχρι τα πλατειά χριστιανικά όρια της αγάπης και μια φυγή που επιβάλλεται νοσηρά -θά ΄λεγα- από αδυναμία, μια που οι συνθήκες παραμένουν το ίδιο σκληρές σα μέταλλο στον άνθρωπο που κινάει για ν΄ αγαπήσει μ’ όλη του τη δύναμη κι όσο μπορεί περισσότερο.

Αυτή παραμένει βασικά η θεματολογία του ρεμπέτικου μέχρι τα σήμερα. Κι όσο αφελείς κι αν μας φαίνονται οι καταστάσεις αυτές καθ΄ εαυτές, δεν μπορούμε να αρνηθούμε στους εαυτούς μας τουλάχιστον, πως ο νοσηρός ερωτισμός που σκορπίζεται απ΄ τους ήχους ενός μακρόσυρτου ζεϊμπέκικου, δεν κυκλοφορεί κι ανάμεσά μας έστω και με διάφορα πολύπλοκα σχήματα, έστω ακόμα κι αν ξεκινάει από χίλιες διάφορες αιτίες.

Κι ερχόμαστε σε μια από τις πιο βασικές κατηγορίες που προβάλλουν «οι υγιείς ηθικολόγοι» για το ρεμπέτικο. «Είναι αρρωστημένο» λεν μ’ αυστηρότητα, «ενώ το δημοτικό τραγούδι, γεμάτο υγεία και λεβεντιά» και κινούν το κεφάλι με σημασία, ενώ είμαι βέβαιος πως το δημοτικό μας τραγούδι τους είναι το ίδιο οχληρό όπως και το ρεμπέτικο, με τη διαφορά πως δεν τολμούν να ομολογήσουν ότι δεν τους αρέσει. Είναι σαν να βγουν και να πουν ότι δεν τους αρέσει ο Σαίξπηρ -για παράδειγμα- ή κάτι παρόμοιο. Ανέχονται το δημοτικό όχι όμως και το ρεμπέτικο. Το τελευταίο είναι κάτι που κυκλοφορεί ανάμεσά τους και μπορούν να το πετάξουν -έτσι φαντάζονται- επειδή δεν έχει κρεμαστεί ακόμη με χρυσές κορνίζες. Ίσως ξεχνάν ότι τα χρόνια μας δεν έχουν τίποτε κοινό με τα χρόνια της κλεφτουριάς, άσχετα αν οι ηρωικές πράξεις του στρατού μας τοποθετούνται δίκαια από την ιστορία πλάι στους Καραϊσκάκηδες και τους Κολοκοτρωναίους. Οι κύριοι αυτοί αγνοούν την εποχή μας καθώς και το ότι ένα λαϊκό τραγούδι καθρεφτίζει με μοναδική ένταση όχι μόνο μια τάξη ή μια κατηγορία ανθρώπων μα τις επιδράσεις μιας ολάκερης εποχής σε μια φυλή, σ΄ ένα έθνος μαζί με τις διαμορφωμένες τοπικές συνθήκες.

Η εποχή μας δεν είναι ούτε ηρωική ούτε επική και το τελείωμα του Δεύτερου παγκοσμίου πολέμου άφησε σχεδόν όλα τα προβλήματα άλυτα και μετέωρα. Τα μετέωρα αυτά προβλήματα δημιουργούν περιφερόμενα ερωτηματικά που δεν περιορίζονται φυσικά μόνο στον τομέα της πολιτικής και της κοινωνιολογίας μα εξαπλώνονται με την ίδια δύναμη και στη φιλοσοφία και την τέχνη, ακόμη και στην πιο καθημερινή στιγμή τ΄ ανθρώπου. Ο τόπος μας επιπλέον εξακολουθεί, σχεδόν δίχως διακοπή, ένα πόλεμο με επιμονή και με πίστη για την τελική νίκη, μα πάντα και ιδιαίτερα σήμερα, κοπιαστικό και οδυνηρό. Σκεφθείτε τώρα κάτω απ΄ αυτές τις αδυσώπητες συνθήκες την παρθενική ψυχικότητα του λαού μας - παρθενική, γιατί τα εκατό χρόνια μόνον ελεύθερης ζωής δεν ήσαν ικανά ούτε να την ωριμάσουν ούτε και ν΄ αφήσουν περιθώριο για να ριζωθούν τα τελευταία ευρωπαϊκά ρεύματα.

Φανταστείτε λοιπόν αυτή τη στοιβαγμένη ζωτικότητα και ωραιότητα συνάμα ενός λαού σαν του δικού μας, να ζητά διέξοδο, έκφραση, επαφή με τον έξω κόσμο και να αντιμετωπίζει όλα αυτά που αναφέραμε πιο πάνω σαν κύρια γνωρίσματα της εποχής, κι ακόμη τις ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες του τόπου μας. Η ζωτικότητα καίγεται, η ψυχικότητα αρρωσταίνει, η ωραιότητα παραμένει. Αυτό είναι το ρεμπέτικο. Κι από ΄δω πηγάζει η θεματολογία του.

Eπαναλαμβάνω - ένας ανικανοποίητος μα έντονος ερωτισμός που ακριβώς η ένταση του αυτή του προσδίδει έναν πανανθρώπινο χαρακτήρα και μια επιτακτική διάθεση φυγής από την πραγματικότητα με οιονδήποτε τεχνικόν μέσον, όπως είναι το χασίσι και τ΄ άλλα ναρκωτικά, που η χρησιμοποίησή του δείχνει την παθητικότητα της τάξης που το μεταχειρίζεται.

Καταλαβαίνετε βέβαια τώρα πως το αρρωστημένο στοιχείο του σημερινού μας λαϊκού τραγουδιού, δεν έχει σαν αιτία ένα υπερβολικό ωρίμασμα ζωής - καθώς η μεσοπολεμική ντεκαντέντσα με κέντρο τη Γαλλία -και γι ΄αυτό δεν αποτελεί κάτι το σάπιο, μα προέρχεται καθαρά από μια στοιβαγμένη ζωική δύναμη που ασφυκτιά δίχως διέξοδο, δίχως επαφή, από μιαν υπερβολική υγεία- θά λεγε κανείς. Πάντως το αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις είναι μια παρακμή. Σημαντική όμως η διαφορά ανάμεσά τους. Η μια κινά απ’ τη ζωή, η άλλη από το θάνατο.

Το να θέλει λοιπόν κανείς ν΄ αγνοήσει την πραγματικότητα και μάλιστα του τόπου του, μόνον κακό του κεφαλιού του μπορεί να κάμει. Τα χρόνια μας είναι δύσκολα και το λαϊκό μας τραγούδι, που δεν φτιάχνεται από ανθρώπους της φούγκας και του κοντραπούντο ώστε να νοιάζεται για εξυγιάνσεις και για πρόχειρα φτιασιδώματα υγείας τραγουδάει την αλήθεια και μόνον την αλήθεια.

Τώρα πολλοί μπορούν να πουν αυτά περίπου: «Καλά. Όσα είπες είναι σωστά και τα παραδεχόμαστε. Μα τι μας πείθει ότι το ρεμπέτικο είναι η σημερινή μας λαϊκή έκφραση καθώς λες και που σαν τέτοια βέβαια πρέπει να συνδέεται με την παράδοση του δημοτικού τραγουδιού και του βυζαντινού μέλους, κι όχι ένα τραγούδι μιας ορισμένης κατηγορίας ανθρώπων που εκφράζει την προσωπικήν της κατάσταση;»

Το ερώτημα τούτο ασφαλώς σε πολλούς θα γεννηθεί, αν και προηγουμένως μίλησα όσο μπορούσα σαφέστερα, για την άμεση σχέση του ρεμπέτικου με το πλατύ μάλιστα σήμερα, και του τόπου και τhς εποχής μας. Aυτόματα επίσης καταρρέει και το επιχείρημα, ότι αποτελεί έκφραση προσωπικών καταστάσεων. Μένει λοιπόν να εξετάσουμε το ελληνικόν του είδος. Αν και κατά πόσον συνδέεται με τη λαϊκή μας παράδοση και ποια είναι τα στοιχεία που αντλεί απ΄ αυτήν.

Για να προχωρήσουμε και να μπορέσουμε να δούμε μαζί ό,τι συνδετικό στοιχείο υπάρχει, θα το εξετάσουμε από δυο ξεχωριστές πλευρές, πρώτα από τη μορφική του πλευρά κι ύστερα απ΄ το ύφος του.

Το ρεμπέτικο κατορθώνει με μια θαυμαστή ενότητα, να συνδυάζει το λόγο, τη μουσική και την κίνηση. Απ΄ τη σύνθεση μέχρι την εκτέλεση, μ’ ένστικτο δημιoυργούνται οι προϋποθέσεις για τnν τριπλή αυτή εκφραστική συνύπαρξη, που ορισμένες φορές σαν φτάνει τα όρια της τελειότητας θυμίζει μορφολογικά την αρχαία τραγωδία. Ο συνθέτης της μουσικής είναι συγχρόνως και ο ποιητής καθώς και ο εκτελεστής. Βασικά του όργανα είναι τα μπουζούκια -μεγάλο μαντολίνο τουρκικής μάλλον προελεύσεως- κι ο μπαγλαμάς -παραλλαγή της κρητικής λύρας και της συγγενικής νησιώτικης, πιο μικροσκοπικής απ΄ αυτήν και κρουστές με πέννα. Η σύνθεση του τραγουδιού βασίζεται βέβαια πάνω στη χορευτική κίνηση, με τρεις χαρακτηριστικούς ρυθμούς, τον ζεϊμπέκικο, τον χασάπικο και τον σέρβικο (ο τελευταίος έχει ολιγότερη χρήση).

Ο ζεϊμπέκικος σε ρυθμό 9/8 είναι ο βασικότερος ρυθμός της ρεμπέτικης μουσικής. Προήλθε ασφαλώς απ΄ τα χορευτικά 9/8 των Κυκλάδων και του Πόντου, πού εδώ όμως έχει χάσει ολότελα τη ρυθμική του αγωγή κι έχει γίνει αργός, βαρύς, μακρόσυρτός και περιεκτικότερος. Χορεύεται από έναν μόνο χορευτή και επιδέχεται αφάνταστη ποικιλία αυτοσχεδιασμού με μόνο δεδομένο την αίσθηση του ρυθμού. Ο καλός χορευτής στο ζεϊμπέκικο θα ΄ναι εκείνος που θα διαθέτει τη μεγαλύτερη φαντασία και την κατάλληλη πλαστικότητα ώστε να μην αφήσει ούτε μια νότα μπουζουκιού που να μην τη δώσει με μια αντίστοιχη κίνηση του σώματός του. Σα χορός είναι ο δυσκoλότερoς και ο δραματικότερος σε περιεχόμενο.
Ο χασάπικος βασίζεται πάνω στο ρυθμό 4/4 κι ο τρόπος που χορεύεται -δυο χορευτές συνήθως, αλλά και τρεις και τέσσερις πολλές φορές- έρχεται σα μια προέκταση του δημοτικού χορευτικού τρόπου, με μιά κάποια ευρωπαϊκή επίδραση. Δεν ξέρω γιατί, μα πολλές φορές μου θυμίζει -πολύ μακριά όμως- τη γαλλική java.

Ο σέρβικος που κι η ονομασία του δείχνει την προέλευσή του, είναι ένας γρήγορος ρυθμός και παρουσιάζει ελάχιστο ενδιαφέρoν κι αυτό απ’ τη μεριά της δεξιοτεχνίας και μόνο των εκτελεστών και του χορευτή. Χρησιμοποιείται πάρα πολύ λίγο· παραμένει μ’ ένα ματαιόδοξο περιεχόμενo να φαντάξει, μια που ικανοποιεί μόνoν το επιδεικτικό μέρoς των ποδιών κάποιου χορευτή.

Ο ζεϊμπέκικος είναι ο πιο καθαρός, συγχρόνως ελληνικός ρυθμός. Ο δε χασάπικος έχει αφομοιώσει μιά καθαρή ελληνική ιδιομορφία. Πάνω σ΄ αυτούς τους ρυθμούς χτίζεται το ρεμπέτικο τραγούδι, του οποίου παρατηρώντας τη μελωδική γραμμή, διακρίνομε καθαρά απάνω την επίδραση ή καλύτερα την προέκταση του βυζαντινού μέλους. Όχι μόνο εξετάζοντας τις κλίμακες που από το ένστιχτο των λαϊκών μουσικών διατηρούνται αναλλοίωτες, μ’ ακόμη, παρατηρώντας τις πτώσεις, τα διαστήματα και τον τρόπο εκτέλεσης. Όλα φανερώνουν την πηγή, πού δεν είναι άλλη απ΄ την αυστηρή κι απέριττη εκκλησιαστική υμνωδία. Όχι πως το δημοτικό τραγούδι δεν έχει κι αυτό στοιχεία διοχετευμένα στο ρεμπέτικο. Μα πολύ λιγότερα. H παρουσία του είναι έντονη, ιδιαίτερα στο ελαφρότερο είδος που περισσότερο το χαρακτηρίζει μιά χάρη και μιά νnσιώτικη ελαφράδα. Παράδειγμα φέρνω, αν θυμάστε, κάπως παλιότερα το «Πάρτη βάρκα στο λιμάνι - κάτω στο Πασαλιμάνι» καθώς και το γνωστότατο «Ανδρέα Zέππo». Και τα δυό έχουν πολύ έντονα πάνω τους τη σφραγίδα του δημοτικού μας τραγουδιού. Μα για να εξηγήσουμε τη βασική αυτή προέκταση του βυζαντινoύ μέλους στο ρεμπέτικο, αρκεί να δούμε πόσο κοινή ατμόσφαιρα δημιουργούσε η παρακμή του Βυζαντίου με τη δικιά μας σήμερα.

Ατμόσφαιρα το ίδιο καταπιεστική, το ίδιο ασαφής, άσχετα αν στα χρόνια εκείνα προερχόταν από ένα λαθεμένο ξόδεμα θρησκευτικού συναισθήματος. Έτσι τα εκφραστικά στοιχεία του έτoιμόρoπoυ Βυζαντίου με την άμεση παθητικότητά τους βρίσκουν οικεία ατμόσφαιρα μες στο ρεμπέτικο -το σύγχρονο λαϊκό μέλος- για ν’ αναπτυχθούν και να συνθέσουν τη σημερινή εκφραστική μορφή μιας το ίδιο έντονης παθnτικότητας.

Το δημοτικό τραγούδι και τα υγιή του εκφραστικά στοιχεία έχουν τη θέση μόνον μιας πιο άμεσης κληρονομιάς. Για τα 80% της ρεμπέτικης μουσικής, τίποτες παραπάνω.

Εξετάζοντας τώρα το ύφος του τραγουδιού βρίσκομε ευθύς εξ΄ αρχής το βασικό εκείνο χαρακτήρα του συγκρατημένoυ, που μόνο επειδή είναι γνήσια ελληνικό, μπορεί και το κρατεί με τόση συνέπεια. Και στη μελωδία και στα λόγια και στο χορό, δεν υπάρχει κανένα ξέσπασμα, καμιά σπασμωδικότητα, καμιά νευρικότητα. Δεν υπάρχει πάθος. Υπάρχει ή ζωή με την πιο πλατειά έννοια. Όλα δίνονται λιτά, απέριττα με μιά εσωτερική δύναμη που πολλές φορές συγκλονίζει. Μήπως αυτό δεν είναι το κύριο και μεγάλο στοιχείο που χαρακτηρίζει την ελληνική φυλή; Και ακόμα ολάκερο το λαμπρό μεγαλείο της αρχαίας τραγωδίας και όλων των αρχαίων μνημείων, δεν βασίζεται πάνω στην καθαρότητα, στη λιτή γραμμή και προπαντός στο απέραντο αυτό sostenuto που, προϋποθέτει δύναμη, συνείδηση και πραγματικό περιεχόμενo; Ποιά από τις καλές τέχνες στον τόπο μας σήμερα μπορεί να περηφανευτεί ότι κράτησε τη βασική αυτή ελληνικότητα -τη μοναδική άξια κληρoνoμιά που έχουμε πραγματικά στα χέρια μας- για τη σύνθεσή της. Ποιά μουσική μας μπορεί να ισχυριστεί σήμερα ότι βρίσκεται πέρα απ΄ το βυζαντινό μέλος, πέρα απ΄ το δnμοτικό τραγούδι και στη χειρότερη περίπτωσn πέρ’ απ΄τις σπασμένες αρχαίες κολώνες του Παρθενώνος και του Ερεχθείου, ότι βρίσκεται εκεί που όλα αυτά βρεθήκανε στην εποχή τους;
Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι γνήσια ελληνικό, μοναδικά ελληνικό.

Eπιτρέψατέ μου τώρα να σάς παρουσιάσω δυό από τους πιο γνήσιους και πιο δημοφιλείς εκπροσώπους της σύγχρονης έλλnνικης λαϊκής μουσικής· τον Μάρκο Bαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου με το συγκρότημά της. (Είσοδος)

Οι λαμπροί αυτοί μουσικοί στο είδος τους προσεφέρθηκαν ευγενώς να παίξουν απόψε πέντε χαρακτηριστικά ρεμπέτικα τραγούδια για να μπορέσουμε έτσι να πάρουμε μια συγκεκριμένη ιδέα όλων αυτών που είπαμε πιο πάνω. Θ’ αρχίσουν μ’ ένα τραγούδι που έχει συνθέσει ο Μάρκος Bαμβακάρης πάνω στο ρυθμό του χασάπικου και με τον τίτλο «Φραγκοσυριανή κυρά μου» (τραγούδι).

Το δεύτερο τραγούδι που θα ακούσετε είναι πάλι σύνθεση του Μάρκου Βαμβακάρn σε ρυθμό ζεϊμπέκικου «Εγώ είμαι το θύμα σου» (τραγούδι).

Το τρίτο είναι σύνθεση της Σωτηρίας Μπέλλου (ζεϊμπέκικo) «Σταμάτησε μανούλα μου να δέρνεσαι για μένα». Από τα πιο χαρακτηριστικά στο είδος του. (τραγούδι)

Το τέταρτο, σύνθεση Tσιτσάνη, σε ρυθμό χασάπικου «Πάμε τσάρκα στο Μπαξέ τσιφλίκι».

Με την ευκαιρία τώρα που θ΄ ακούσουμε το γνωστότατο «Άνοιξε - άνοιξε» του Παπαϊωάννου θα ΄θελα να ΄λεγα λίγα λόγια για τη σημασία του και το σταθμό που φέρνει στη ρεμπέτικη φιλολογία του τραγουδιού, ζητώντας βέβαια πρώτα συγγνώμη απ΄ τους αγαπητούς μουσικούς για τη μικρή αυτή παρεμβολή.

Λίγο πριν απ΄ τον πόλεμο του ’40 ο Tσιτσάνης τραγούδησε για πρώτη φορά το «Αρχόντισσα μου μάγισσα τρανή- κουράστηκα για να σε αποκτήσω». Ήταν ένας μεγαλοφυής σχεδιασμός -μπορώ να πω- πάνω στο ερωτικό θέμα, που η δύναμή του και η αλήθεια του μας φέρνει κοντά στον «Ερωτόκριτο» του Κορνάρου και μετά από εκατοντάδες χρόνια κοντά στο «Ματωμέvο Γάμο» του Λόρκα. Η μελωδική του γραμμή αφάνταστη σε περιεκτικότητα και σε λιτότητα πλησιάζει τον Μπαχ. Αυτό το τραγούδι ορθώθηκε για να αντιμετωπίσει μια τυραννισμένη και δύσκολη εποχή και στάθηκε η πρώτη δυνατή φωνή μιας γενιάς.

Πριν δυό χρόνια ο ίδιος ο Τσιτσάνης τραγούδησε για πρώτη φορά πάλι αυτούς τους στίχους «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι - το σκοτάδι είναι βαθύ - κι όμως ένα παλικάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί», ο ερωτισμός προχωράει και θίγει ακέραια το ανικανοποίητο, δίδοντας μια τόσο λεπτή μα τόσο έντονη αίσθηση μιας βαριάς ατμόσφαιρας, λες και προμηνούσε ένα άγχος, μια καταιγίδα. Φέτος -ο Παπαϊωάννου αυτή τη φορά- μας δίνει ολάκερο αυτό το άγχος με μια δυνατή κραυγή πια- η μοναδική μες στα ρεμπέτικα, και γι΄ αυτό τόσο αληθινή με το «Άνοιξε – άνοιξε». Δεν ξέρω, αλλά σ΄ αυτά τα τρία τραγούδια υπάρχει ένας συνδετικός κρίκος που δίνει ξεκάθαρα και μοναδικά το τραγικό στην ερωτική μας περιοχή. «Άνοιξε» (τραγούδι).

Θα μπορούσα ακόμα να μιλήσω για τις ταβέρνες και το κέντρον διασκεδάσεως «ο Μάριος» καθώς και για τον «Παναγάκη» κοντά στον Αϊ-Παντελεήμονα όπου κάθε βράδυ ο Bαμβακάρης και η Μπέλλου λειτουργούν πάνω στην τέχνη τους. Θα μπορούσα να μιλήσω και για βροχερές νύχτες όπου με λάμπες του πετρόλαδου φωτίζονταν οι σκιές ενός πλήθους που όλοι μαζί τραγουδούσαν ήρεμα, λες και πιστεύανε στην αιωνιότητα. Ακόμη θα μιλoύσα για το χορό του κομπολογιού όπου ένα παλικάρι μ΄ ένα γαρύφαλo στο στόμα γίνεται ένα μικρό κουβάρι γύρω απ΄ το κεχριμπαρένιο λαμπρό κομπολόι - θα μπορούσα να ΄λεγα τόσα πολλά που να μην έφταναν ώρες ολάκερες να μιλάω λες κι είμαι μoναχός μου.

Μα όλα αυτά είναι μια γοητεία.

Ακούσατε με τι ψυχρότητα και αυστηρότητα ειπώθηκαν αυτά τα πέντε τραγούδια. Ο ρυθμός δεν ξέφυγε ούτε πιθαμή για να τονίσει κάτι πιο έντονα, οι φωνές ίσιες, μονοκόμματες λες και τα λόγια δεν είχαν συγκίνηση. Έτσι είναι. Τίποτες που να σε προκαλέσει να τα προσέξεις, να τα ξεχωρίσεις. Πρέπει να ξελαφρώσεις μέσα σου για να δεχτείς τη δύναμή τους. Αλλιώς τα χάνεις γιατί αυτά δεν σε περιμένουν.

Έτσι κι εμείς.

Κάποτες θα κοπάσει η φασαρία γύρω τους κι αυτά θα συνεχίσουν ανενόχλητα το δρόμο τους. Ποιος ξέρει τι καινούργια ζωή μας επιφυλάσσουν τα «νωχελικά 9/8» για το μέλλον. Όμως εμείς θα ’χουμε πια για καλά νοιώσει στο μεταξύ τη δύναμή τους. Και θα τα βλέπουμε πολύ φυσικά και σωστά να υψώνoυν τη φωνή τους στον άμεσο περίγυρό μας και να ζουν πότε για να μας ερμηνεύουν και πότε για να μας συνειδητοποιούν το βαθύτερο εαυτό μας.



Μάνος Χατζιδάκις

(Το κείμενο της διάλεξης βρέθηκε από τον Θάνο Φωσκαρίνη στο αρχείο του Φοίβου Ανωγειανάκη και της Έλλης Νικολαίδου)
nostos
nostos
Supreme Member
Supreme Member

Άντρας
Αριθμός μηνυμάτων : 3156
Τόπος : Αθηνα
Registration date : 26/08/2009

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ... - Σελίδα 2 Empty Απ: ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ...

Δημοσίευση από nostos Σαβ Οκτ 17, 2009 11:31 am

nostos
nostos
Supreme Member
Supreme Member

Άντρας
Αριθμός μηνυμάτων : 3156
Τόπος : Αθηνα
Registration date : 26/08/2009

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ... - Σελίδα 2 Empty Απ: ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ...

Δημοσίευση από nostos Σαβ Οκτ 17, 2009 11:36 am

nostos
nostos
Supreme Member
Supreme Member

Άντρας
Αριθμός μηνυμάτων : 3156
Τόπος : Αθηνα
Registration date : 26/08/2009

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ... - Σελίδα 2 Empty Απ: ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ...

Δημοσίευση από Rena Σαβ Οκτ 17, 2009 11:37 am

Rena
Rena
Admin
Admin

Θηλυκό
Αριθμός μηνυμάτων : 8812
Registration date : 08/03/2009

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ... - Σελίδα 2 Empty Απ: ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ...

Δημοσίευση από nostos Σαβ Οκτ 17, 2009 11:39 am

nostos
nostos
Supreme Member
Supreme Member

Άντρας
Αριθμός μηνυμάτων : 3156
Τόπος : Αθηνα
Registration date : 26/08/2009

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Σελίδα 2 από 2 Επιστροφή  1, 2

Επιστροφή στην κορυφή

- Παρόμοια θέματα

 
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης